οἴκτιστος: Difference between revisions

From LSJ

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἴκτιστος''': -η, -ον, ἀνώμαλον ὑπερθ. τοῦ [[οἰκτρός]], ἐσχηματισμένον κατὰ τὸ αἴσχιστος, [[ἔχθιστος]], [[κύδιστος]], οἰκτρότατος, πλείστου οἴκτου [[ἄξιος]], οἴκτιστον ... δειλοῖσι βροτοῖσιν Ἰλ. Χ. 76. θάνον οἰκτίστῳ θανάτῳ Ὀδ. Λ. 412· οἴκτιστον δὴ κεῖνο ἴδον Μ. 258· οἰκτ. ἔλεγοι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 782· - οὐδ. πληθ. οἴκτιστα ὡς ἐπίρρ., Ὀδ. Χ. 472· - [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Λουκ. Ἀνάχ. 11· ἐπίρρ. οἰκτίστως Φάλαρ.
|lstext='''οἴκτιστος''': -η, -ον, ἀνώμαλον ὑπερθ. τοῦ [[οἰκτρός]], ἐσχηματισμένον κατὰ τὸ αἴσχιστος, [[ἔχθιστος]], [[κύδιστος]], οἰκτρότατος, πλείστου οἴκτου [[ἄξιος]], οἴκτιστον ... δειλοῖσι βροτοῖσιν Ἰλ. Χ. 76. θάνον οἰκτίστῳ θανάτῳ Ὀδ. Λ. 412· οἴκτιστον δὴ κεῖνο ἴδον Μ. 258· οἰκτ. ἔλεγοι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 782· - οὐδ. πληθ. οἴκτιστα ὡς ἐπίρρ., Ὀδ. Χ. 472· - [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Λουκ. Ἀνάχ. 11· ἐπίρρ. οἰκτίστως Φάλαρ.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />très digne de pitié, lamentable ; <i>adv.</i> • οἴκτιστα OD de la manière la plus lamentable.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκτίζω]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴκτιστος Medium diacritics: οἴκτιστος Low diacritics: οίκτιστος Capitals: ΟΙΚΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: oíktistos Transliteration B: oiktistos Transliteration C: oiktistos Beta Code: oi)/ktistos

English (LSJ)

η, ον, irreg. Sup. of οἰκτρός,

   A most pitiable, lamentable, οἴ . . . δειλοῖσι βροτοῖσιν Il.22.76 ; θάνον οἰ. θανάτῳ Od.11.412 ; Ἀτθίσιν οἰκτίστη, σὸν φάος, Ἠριγόνη Call.Aet.1.1.4 ; οἴ. δὴ κεῖνο ἴδον Od.12.258 ; οἴ. ἔλεγοι A.R.2.782 : neut. pl. οἴκτιστα as Adv., Od.22.472 : also in late Prose, Onos.42.21, Luc.Anach.11. Adv. -τως Phalar.Ep.96.

Greek (Liddell-Scott)

οἴκτιστος: -η, -ον, ἀνώμαλον ὑπερθ. τοῦ οἰκτρός, ἐσχηματισμένον κατὰ τὸ αἴσχιστος, ἔχθιστος, κύδιστος, οἰκτρότατος, πλείστου οἴκτου ἄξιος, οἴκτιστον ... δειλοῖσι βροτοῖσιν Ἰλ. Χ. 76. θάνον οἰκτίστῳ θανάτῳ Ὀδ. Λ. 412· οἴκτιστον δὴ κεῖνο ἴδον Μ. 258· οἰκτ. ἔλεγοι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 782· - οὐδ. πληθ. οἴκτιστα ὡς ἐπίρρ., Ὀδ. Χ. 472· - ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Λουκ. Ἀνάχ. 11· ἐπίρρ. οἰκτίστως Φάλαρ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
très digne de pitié, lamentable ; adv. • οἴκτιστα OD de la manière la plus lamentable.
Étymologie: οἰκτίζω.