συνεφάπτομαι: Difference between revisions
(6_23) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεφάπτομαι''': Ἰων. συνεπ-· μέλλ. -άψομαι· ἀποθ. <br />1) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., ἐφάπτομαι ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, τινος Πλουτ. Βροῦτ. 52· ἐπιθέτω τὴν χεῖρά μου εἴς τι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἴς τι, ἔργου Πινδ. Ο. 10 (11). 117· οὐδὲ γιγνώσκειν τῶν συμμάχων τοὺς συνεφαπτομένους, [[ὥσπερ]] ἐν τοῖς σπένδουσι τῶν ἱερῶν, οὐδὲ γινώσκειν τῶν συμμάχων τοὺς λαμβάνοντας [[μέρος]] [εἰς τὸν πόλεμον], ὡς γίνεται ἐν τῇ περιστάσει τῶν προσφερόντων σπονδάς, Αἰσχίν. 39. 17· οὕτω, σ. τῆς στρατείας Λουκ. Ἔρωτ. 6. τῆς διακονίας, τοῦ φόνου, κτλ., Πλούτ., κλπ. 2) [[μετὰ]] γενικ. προσ., [[λαμβάνω]] [[μέρος]] μετά τινος εἰς ἐπίθεσιν, Ἡρόδ. 7. 158. | |lstext='''συνεφάπτομαι''': Ἰων. συνεπ-· μέλλ. -άψομαι· ἀποθ. <br />1) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., ἐφάπτομαι ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, τινος Πλουτ. Βροῦτ. 52· ἐπιθέτω τὴν χεῖρά μου εἴς τι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἴς τι, ἔργου Πινδ. Ο. 10 (11). 117· οὐδὲ γιγνώσκειν τῶν συμμάχων τοὺς συνεφαπτομένους, [[ὥσπερ]] ἐν τοῖς σπένδουσι τῶν ἱερῶν, οὐδὲ γινώσκειν τῶν συμμάχων τοὺς λαμβάνοντας [[μέρος]] [εἰς τὸν πόλεμον], ὡς γίνεται ἐν τῇ περιστάσει τῶν προσφερόντων σπονδάς, Αἰσχίν. 39. 17· οὕτω, σ. τῆς στρατείας Λουκ. Ἔρωτ. 6. τῆς διακονίας, τοῦ φόνου, κτλ., Πλούτ., κλπ. 2) [[μετὰ]] γενικ. προσ., [[λαμβάνω]] [[μέρος]] μετά τινος εἰς ἐπίθεσιν, Ἡρόδ. 7. 158. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> mettre ensemble la main à ; prendre part ensemble à, entreprendre ensemble, gén.;<br /><b>2</b> attaquer ensemble, gén..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], ἐφάπτομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. συνεπ-: 1 c. gen. rei, lay hold of jointly, ξίφους τινί Plu.Brut.52; so without gen., συνεφάπτεσθαι . . ταῖς χερσὶ (with the hands) καὶ αὐτόν Gal.10.430: metaph., put hand to along with another, take part, Pi.O.10(11).97; οὐκ ἔφη . . γιγνώσκειν τῶν συμμάχων τοὺς ὥσπερ συνεφαπτομένους τοῖς σπένδουσι τῶν ἱερῶν said he did not acknowledge those allies who as it were lay hands along with the offerers of libations upon the victims, i.e. who wish to share the profits, without the expenses and dangers of the war, Aeschin.2.84; σ. τῆς στρατείας Plu.Tim.8, Luc.Am.6; τῆς διακονίας Plu.Phil.2; τοῦ φόνου Id.Brut.17; τῆς δημιουργίας τῷ θεῷ Jul.Or.4.150b; to be connected with, [τοῦτο] σ. ἑτέρου γένους νοσήματος Gal.10.233; of a muscle, -όμενος καὶ τοῦ πήχεως Id.18(2).986. 2 c. gen. pers., join one in attacking, Hdt.7.158.
Greek (Liddell-Scott)
συνεφάπτομαι: Ἰων. συνεπ-· μέλλ. -άψομαι· ἀποθ.
1) μετὰ γεν. πράγμ., ἐφάπτομαι ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, τινος Πλουτ. Βροῦτ. 52· ἐπιθέτω τὴν χεῖρά μου εἴς τι ὁμοῦ μετά τινος, λαμβάνω μέρος εἴς τι, ἔργου Πινδ. Ο. 10 (11). 117· οὐδὲ γιγνώσκειν τῶν συμμάχων τοὺς συνεφαπτομένους, ὥσπερ ἐν τοῖς σπένδουσι τῶν ἱερῶν, οὐδὲ γινώσκειν τῶν συμμάχων τοὺς λαμβάνοντας μέρος [εἰς τὸν πόλεμον], ὡς γίνεται ἐν τῇ περιστάσει τῶν προσφερόντων σπονδάς, Αἰσχίν. 39. 17· οὕτω, σ. τῆς στρατείας Λουκ. Ἔρωτ. 6. τῆς διακονίας, τοῦ φόνου, κτλ., Πλούτ., κλπ. 2) μετὰ γενικ. προσ., λαμβάνω μέρος μετά τινος εἰς ἐπίθεσιν, Ἡρόδ. 7. 158.
French (Bailly abrégé)
1 mettre ensemble la main à ; prendre part ensemble à, entreprendre ensemble, gén.;
2 attaquer ensemble, gén..
Étymologie: σύν, ἐφάπτομαι.