παλιγκάπηλος: Difference between revisions
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰλιγκάπηλος''': ὁ, ὁ ἀγοράζων ἐμπορεύματα καὶ μεταπωλῶν αὐτὰ «λιανικῶς», [[μεταπράτης]], Ἀριστοφ. Πλ. 1156· π. πονηρίας Δημ. 784. 9· πρβλ. [[παλιμπράτης]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[παλιγκάπηλος]]· ὁ [[μετάβολος]], ὁ τὸ αὐτὸ ἀεὶ ἀγοράζων καὶ πωλῶν». | |lstext='''πᾰλιγκάπηλος''': ὁ, ὁ ἀγοράζων ἐμπορεύματα καὶ μεταπωλῶν αὐτὰ «λιανικῶς», [[μεταπράτης]], Ἀριστοφ. Πλ. 1156· π. πονηρίας Δημ. 784. 9· πρβλ. [[παλιμπράτης]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[παλιγκάπηλος]]· ὁ [[μετάβολος]], ὁ τὸ αὐτὸ ἀεὶ ἀγοράζων καὶ πωλῶν». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />revendeur.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[κάπηλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
[κᾰ], ὁ,
A retailer of imported produce, Ar.Pl.1156 (ὁ ἀπὸ τοῦ ἐμπόρου ἀγοράζων καὶ πωλῶν Sch.): metaph., π. πονηρίας D.25.46.
German (Pape)
[Seite 448] ὁ, Wiederverkäufer, Höker, der die eingehandelten Waaren im Kleinen wieder verkauft, VLL. u. Schol. Ar. Plut. 1156; übertr., πονηρίας, Dem. 25, 45 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιγκάπηλος: ὁ, ὁ ἀγοράζων ἐμπορεύματα καὶ μεταπωλῶν αὐτὰ «λιανικῶς», μεταπράτης, Ἀριστοφ. Πλ. 1156· π. πονηρίας Δημ. 784. 9· πρβλ. παλιμπράτης. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλιγκάπηλος· ὁ μετάβολος, ὁ τὸ αὐτὸ ἀεὶ ἀγοράζων καὶ πωλῶν».