παννυχίς: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰννυχίς''': -ίδος, ἡ, ἑορτὴ δι’ ὅλης τῆς νυκτὸς τελουμένη, [[ἀγρυπνία]], Λατ. pervigilium, παννυχίδες θεᾶς Εὐρ. Ἑλ. 1365· παννυχίδα στήσειν Ἡρόδ. 4. 76· ἀμφέπειν Κριτίας παρ’ Ἀθην. 600Ε· ποιεῖν Πλάτ. Πολ. 328Α· ἐπιτελεῖν Ἡρωδιαν. 3. 8· - πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 371. 2) παρ’ Ἐκκλ., ἡ [[ἑσπέρα]] ἡ πρὸ τῆς ἑορτῆς, «[[ἀγρυπνία]]». ΙΙ. ή δι’ ὅλης τῆς νυκτὸς ἐν ἀγρυπνίᾳ [[φυλακή]], Σοφ. Ἠλ. 92. | |lstext='''πᾰννυχίς''': -ίδος, ἡ, ἑορτὴ δι’ ὅλης τῆς νυκτὸς τελουμένη, [[ἀγρυπνία]], Λατ. pervigilium, παννυχίδες θεᾶς Εὐρ. Ἑλ. 1365· παννυχίδα στήσειν Ἡρόδ. 4. 76· ἀμφέπειν Κριτίας παρ’ Ἀθην. 600Ε· ποιεῖν Πλάτ. Πολ. 328Α· ἐπιτελεῖν Ἡρωδιαν. 3. 8· - πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 371. 2) παρ’ Ἐκκλ., ἡ [[ἑσπέρα]] ἡ πρὸ τῆς ἑορτῆς, «[[ἀγρυπνία]]». ΙΙ. ή δι’ ὅλης τῆς νυκτὸς ἐν ἀγρυπνίᾳ [[φυλακή]], Σοφ. Ἠλ. 92. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> fête de nuit;<br /><b>2</b> durée d’une nuit.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[νύξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A night-festival, vigil, Ar.Ra.371 (anap.), IG22.1199.22, MAMA3.50 (Cilicia), etc.; παννυχίδες θεᾶς E.Hel.1365 (lyr.); παννυχίδα στήσειν Hdt.4.76; ἀμφιέπειν Critias 1.8 D.; ποιεῖν Pl.R.328a, IG22.334.30; παννυχίδας ἐπιτελεσθείσας Hdn.3.8.10. II watching all night, vigil, S.El.92 (anap.).
German (Pape)
[Seite 461] ίδος, ἡ, ein nächtliches Fest, eine Nachtfeier; ἀνεγείρετε μολπὴν καὶ παννυχίδας, Ar. Ran. 370; u. eben so im plur., Eur. Hel. 1381; παννυχίδα στήσει, Her. 4, 76; ποιεῖν, θεάσασθαι, Plat. Rep. I, 328 a u. Sp.; des Adonis, Diosc. 9 (V, 193); vgl. Ep. ad. 111. 112 (V, 200. 201); – das Nachtwachen des Trauernden, Soph. El. 92.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰννυχίς: -ίδος, ἡ, ἑορτὴ δι’ ὅλης τῆς νυκτὸς τελουμένη, ἀγρυπνία, Λατ. pervigilium, παννυχίδες θεᾶς Εὐρ. Ἑλ. 1365· παννυχίδα στήσειν Ἡρόδ. 4. 76· ἀμφέπειν Κριτίας παρ’ Ἀθην. 600Ε· ποιεῖν Πλάτ. Πολ. 328Α· ἐπιτελεῖν Ἡρωδιαν. 3. 8· - πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 371. 2) παρ’ Ἐκκλ., ἡ ἑσπέρα ἡ πρὸ τῆς ἑορτῆς, «ἀγρυπνία». ΙΙ. ή δι’ ὅλης τῆς νυκτὸς ἐν ἀγρυπνίᾳ φυλακή, Σοφ. Ἠλ. 92.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 fête de nuit;
2 durée d’une nuit.
Étymologie: πᾶν, νύξ.