πάμφωνος: Difference between revisions
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
(6_17) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πάμφωνος''': -ον, ὁ ἐκπέμπων ἢ παράγων τὰς φωνάς, πάντας τοὺς τόνους ἢ ἤχους, ἐπίθ. τῶν αὐλῶν, Πινδ. Ο. 7. 21, Π. 12. 34, Ι. 5 (4). 35. [[ὡσαύτως]], π. [[ὑμέναιος]], ὁ [[μετὰ]] πολλῶν φωνῶν ᾀδόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Π. 3. 30. [[καθόλου]], [[ἐκφραστικός]], χεῖρες Ἀνθ. Πλανούδ. 290. π. [[οἶνος]], [[θορυβώδης]], Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 35 D. - Ἐπίρρ. -νως, Συνέσ. 287Β. | |lstext='''πάμφωνος''': -ον, ὁ ἐκπέμπων ἢ παράγων τὰς φωνάς, πάντας τοὺς τόνους ἢ ἤχους, ἐπίθ. τῶν αὐλῶν, Πινδ. Ο. 7. 21, Π. 12. 34, Ι. 5 (4). 35. [[ὡσαύτως]], π. [[ὑμέναιος]], ὁ [[μετὰ]] πολλῶν φωνῶν ᾀδόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Π. 3. 30. [[καθόλου]], [[ἐκφραστικός]], χεῖρες Ἀνθ. Πλανούδ. 290. π. [[οἶνος]], [[θορυβώδης]], Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 35 D. - Ἐπίρρ. -νως, Συνέσ. 287Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui fait entendre toute sorte de sons;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> tout à fait expressif.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[φωνή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A with all tones, full-toned or many-toned, ἔντεα αὐλῶν Pi.O.7.12; μέλος Id.P.12.19; αὐλῶν ὁμοκλαί Id.I.5(4).27; ὑμέναιοι Id.P.3.17: generally, expressive, χεῖρες APl.4.290 (Antip.); π. οἶνος noisy, Philox.16.
German (Pape)
[Seite 455] allstimmig, mit allen Stimmen, Tönen, alltönig; μέλος, Pind. P. 12, 19; ὑμεναῖοι, ὁμοκλαί, P. 3, 17 I. 4, 30; von Flöten, Ol. 7, 12; sp. D., οἶνος, Philoxen. bei Ath. II, 35 e; auch χεῖρες, die ausdrucksvollen Hände eines Pantomimen, Antp. Thess. 27 (Plan. 290); auch in später Prosa.
Greek (Liddell-Scott)
πάμφωνος: -ον, ὁ ἐκπέμπων ἢ παράγων τὰς φωνάς, πάντας τοὺς τόνους ἢ ἤχους, ἐπίθ. τῶν αὐλῶν, Πινδ. Ο. 7. 21, Π. 12. 34, Ι. 5 (4). 35. ὡσαύτως, π. ὑμέναιος, ὁ μετὰ πολλῶν φωνῶν ᾀδόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Π. 3. 30. καθόλου, ἐκφραστικός, χεῖρες Ἀνθ. Πλανούδ. 290. π. οἶνος, θορυβώδης, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 35 D. - Ἐπίρρ. -νως, Συνέσ. 287Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui fait entendre toute sorte de sons;
2 fig. tout à fait expressif.
Étymologie: πᾶν, φωνή.