παραζεύγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραζεύγνυμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -ζεύξω, [[ζεύγνυμι]] πλησίον, [[συνάπτω]] εἰς γάμον, χρηστῷ πονηρὸν [[λέκτρον]] Εὐρ. Ἀποσπ. 524· φρουρὼ παραζεύξασα φύλακε σώματος, θεῖσα [[ἑκατέρωθεν]] δὺο φρουροὺς φύλακας τοῦ σώματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 22. - Παθ., οἰκοφθόρον γὰρ ἄνδρα κωλεύει γυνὴ ἐσθλὴ παραζευχθεῖσα, καὶ σώζει δόμους Εὐρ. Ἀποσπ. 1041· [[μετὰ]] δοτ., Δημ. 1460, ἐν τέλ.
|lstext='''παραζεύγνυμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -ζεύξω, [[ζεύγνυμι]] πλησίον, [[συνάπτω]] εἰς γάμον, χρηστῷ πονηρὸν [[λέκτρον]] Εὐρ. Ἀποσπ. 524· φρουρὼ παραζεύξασα φύλακε σώματος, θεῖσα [[ἑκατέρωθεν]] δὺο φρουροὺς φύλακας τοῦ σώματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 22. - Παθ., οἰκοφθόρον γὰρ ἄνδρα κωλεύει γυνὴ ἐσθλὴ παραζευχθεῖσα, καὶ σώζει δόμους Εὐρ. Ἀποσπ. 1041· [[μετὰ]] δοτ., Δημ. 1460, ἐν τέλ.
}}
{{bailly
|btext=attacher à côté.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ζεύγνυμι]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραζεύγνυμι Medium diacritics: παραζεύγνυμι Low diacritics: παραζεύγνυμι Capitals: ΠΑΡΑΖΕΥΓΝΥΜΙ
Transliteration A: parazeúgnymi Transliteration B: parazeugnymi Transliteration C: parazeygnymi Beta Code: parazeu/gnumi

English (LSJ)

and παραζευγνύω, aor. 2 Pass. παρεζύγην [ῠ] Epicur.Fr.59:—

   A yoke beside, couple in marriage, χρηστῷ πονηρὸν λέκτρον E.Fr.520; φρουρὼ π. φύλακε σώματος having set beside him, Id.Ion22:—Pass., to be coupled to another, γυνὴ ἐσθλὴ παραζευχθεῖσα καὶ σῴζει δόμους Id.Fr.1055.2, cf. Epicur. l.c.: c. dat., D.Prooem.55.    2 generally, associate, τί τινι Phld.Mus.p.71 K.:—Pass., to be associated in a task, PRyl.237.4 (iii A. D.); ἡ παρεζευγμένη χωλεία the associated lameness, Apollon.Cit.3.

German (Pape)

[Seite 478] u. παραζευγνύω (s. ζεύγνυμι), danebenjochen, anspannen, verbinden, Eur. Ion 22; auch γυνὴ παραζευχθεῖσα ἀνδρί, frg. bei Stob. Floril. 67, 8; und in späterer Prosa, δημοσίους αὐτοῖς δύο θεράποντας παραζεύξας, D. Hal. 4, 62; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

παραζεύγνυμι: καὶ -ύω: μέλλ. -ζεύξω, ζεύγνυμι πλησίον, συνάπτω εἰς γάμον, χρηστῷ πονηρὸν λέκτρον Εὐρ. Ἀποσπ. 524· φρουρὼ παραζεύξασα φύλακε σώματος, θεῖσα ἑκατέρωθεν δὺο φρουροὺς φύλακας τοῦ σώματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 22. - Παθ., οἰκοφθόρον γὰρ ἄνδρα κωλεύει γυνὴ ἐσθλὴ παραζευχθεῖσα, καὶ σώζει δόμους Εὐρ. Ἀποσπ. 1041· μετὰ δοτ., Δημ. 1460, ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

attacher à côté.
Étymologie: παρά, ζεύγνυμι.