παραπλήσσω: Difference between revisions

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραπλήσσω''': Ἀττικ. -ττω· μέλλ. -ξω· - πλήττω πλαγίως, τὰς [[νευράς]], ἐπὶ κιθαριστοῦ, Φιλόστρ. 779. - Παθ., πλήττομαι κατὰ τὸ ἓν [[μέρος]], προσβάλλομαι ὑπὸ παραλύσεως: - παραπεπληγμένος, ὁ τεταραγμένος τὰς φρένας, [[παράφρων]], ὡς τὸ [[παραπλήξ]], Ἀριστοφ. Λυσ. 831, Ἐκκλ. 139· [[γέλως]] παραπεπληγμένος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 935. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραπλῆττον· ἐκπλῆττον».
|lstext='''παραπλήσσω''': Ἀττικ. -ττω· μέλλ. -ξω· - πλήττω πλαγίως, τὰς [[νευράς]], ἐπὶ κιθαριστοῦ, Φιλόστρ. 779. - Παθ., πλήττομαι κατὰ τὸ ἓν [[μέρος]], προσβάλλομαι ὑπὸ παραλύσεως: - παραπεπληγμένος, ὁ τεταραγμένος τὰς φρένας, [[παράφρων]], ὡς τὸ [[παραπλήξ]], Ἀριστοφ. Λυσ. 831, Ἐκκλ. 139· [[γέλως]] παραπεπληγμένος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 935. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραπλῆττον· ἐκπλῆττον».
}}
{{bailly
|btext=frapper de démence.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[πλήσσω]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπλήσσω Medium diacritics: παραπλήσσω Low diacritics: παραπλήσσω Capitals: ΠΑΡΑΠΛΗΣΣΩ
Transliteration A: paraplḗssō Transliteration B: paraplēssō Transliteration C: paraplisso Beta Code: paraplh/ssw

English (LSJ)

Att. παραπλήττω,

   A strike at the side, τὰς νευράς, of a harper, Philostr.Im.1.10 :—Pass., to be palsy-stricken : hence, to be deranged, mad, Ar.Lys.831, Ec.139, etc. ; γέλως παραπεπληγμένος E.HF935 ; π. τὸν λογισμόν Plu.Aem.34 ; παραπλήσσεσθαί τι to be astonished at... Agatharch. 103.

German (Pape)

[Seite 495] (s. πλήσσω), att. -πλήττω, daneben, bes. falsch schlagen, die falsche Seite anschlagen, falsch spielen, Sp. – Pass. an einer Seite oder an einem Theile des Leibes vom Schlagfluß getroffen, gelähmt werden, u. übertr. auf den Geist, wahnsinnig, betäubt werden, ἄνδρα παραπεπληγμένον Ar. Lys. 831, βουλεύματα ὥςπερ μεθυόντων ἐστὶ παραπεπληγμένα Eccl. 139; γέλωτι παραπεπληγμένῳ, Eur. Herc. Fur. 935; Sp., wie Plut. Aem. Paull. 34.

Greek (Liddell-Scott)

παραπλήσσω: Ἀττικ. -ττω· μέλλ. -ξω· - πλήττω πλαγίως, τὰς νευράς, ἐπὶ κιθαριστοῦ, Φιλόστρ. 779. - Παθ., πλήττομαι κατὰ τὸ ἓν μέρος, προσβάλλομαι ὑπὸ παραλύσεως: - παραπεπληγμένος, ὁ τεταραγμένος τὰς φρένας, παράφρων, ὡς τὸ παραπλήξ, Ἀριστοφ. Λυσ. 831, Ἐκκλ. 139· γέλως παραπεπληγμένος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 935. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραπλῆττον· ἐκπλῆττον».

French (Bailly abrégé)

frapper de démence.
Étymologie: παρά, πλήσσω.