παππῷος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παππῷος''': -α, -ον, = [[παππικός]], [[βίος]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 1452· [[ὄνομα]] Πλάτ. Λάχ. 179Α, κτλ.· π. [[ἔρανος]], ἡ [[συνεισφορά]], ἣν ὥρισαν οἱ πάπποι ἡμῶν, Ἀριστοφ. Λυσ. 653, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸ γεγονὸς τὸ μνημονευόμενον παρὰ Θουκ. 1. 96.
|lstext='''παππῷος''': -α, -ον, = [[παππικός]], [[βίος]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 1452· [[ὄνομα]] Πλάτ. Λάχ. 179Α, κτλ.· π. [[ἔρανος]], ἡ [[συνεισφορά]], ἣν ὥρισαν οἱ πάπποι ἡμῶν, Ἀριστοφ. Λυσ. 653, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸ γεγονὸς τὸ μνημονευόμενον παρὰ Θουκ. 1. 96.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui concerne le grand père, d’aïeul <i>ou</i> d’aïeux.<br />'''Étymologie:''' [[πάππος]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παππῷος Medium diacritics: παππῷος Low diacritics: παππώος Capitals: ΠΑΠΠΩΟΣ
Transliteration A: pappō̂ios Transliteration B: pappōos Transliteration C: pappoos Beta Code: pappw=|os

English (LSJ)

α, ον,

   A = παππικός, βίος Ar.Av.1452; ὄνομα Pl.La.179a, etc.; ἔρανος ὁ λεγόμενος π. the socalled ancestral fund, i. e. the fund contributed by your grandfathers, Ar.Lys.653; τὰν π. προξενίαν Schwyzer 334.6 (Delph., ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 466] = παππικός; βίος, Ar. Av. 1452; Lys. 653; ὄνομα, Plat. Lach. 179 a; Is. 3, 50; δόξα, Dem. 10, 73 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

παππῷος: -α, -ον, = παππικός, βίος Ἀριστοφ. Ὄρν. 1452· ὄνομα Πλάτ. Λάχ. 179Α, κτλ.· π. ἔρανος, ἡ συνεισφορά, ἣν ὥρισαν οἱ πάπποι ἡμῶν, Ἀριστοφ. Λυσ. 653, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸ γεγονὸς τὸ μνημονευόμενον παρὰ Θουκ. 1. 96.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne le grand père, d’aïeul ou d’aïeux.
Étymologie: πάππος.