παρεγγράφω: Difference between revisions

From LSJ

σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery

Source
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρεγγράφω''': [[γράφω]] πλησίον, προσθέτω, [[ἐπισυνάπτω]], τὸ αὑτοῦ [[ὄνομα]] Πλάτ. Νόμ. 753C. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[παρενείρω]], [[παρεισάγω]], τι ἐν ψηφίσματι Αἰσχίν. 64. 15, πρβλ. Πλουτ. Γ. Γράκχ. 17· π. ἑαυτὸν ταῖς διαθήκαις Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 19· [[ἐγγράφω]] παρανόμως, εἰς τοὺς φυλέτας ὁ αὐτ. ἐν Δὶς Κατηγ. 27· παρεγγραφεὶς [[πολίτης]] Αἰσχίν. 38. 10· πρβλ. [[παρέγγραπτος]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «παρεγγεγραμμένος· ὁ μὴ κατὰ νόμον τοῖς πολίταις (ἐν)τεταγμένος, [[δημοποίητος]]», καὶ «παρεγγραφέντων· ῥᾳδιουργηθέντων».
|lstext='''παρεγγράφω''': [[γράφω]] πλησίον, προσθέτω, [[ἐπισυνάπτω]], τὸ αὑτοῦ [[ὄνομα]] Πλάτ. Νόμ. 753C. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[παρενείρω]], [[παρεισάγω]], τι ἐν ψηφίσματι Αἰσχίν. 64. 15, πρβλ. Πλουτ. Γ. Γράκχ. 17· π. ἑαυτὸν ταῖς διαθήκαις Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 19· [[ἐγγράφω]] παρανόμως, εἰς τοὺς φυλέτας ὁ αὐτ. ἐν Δὶς Κατηγ. 27· παρεγγραφεὶς [[πολίτης]] Αἰσχίν. 38. 10· πρβλ. [[παρέγγραπτος]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «παρεγγεγραμμένος· ὁ μὴ κατὰ νόμον τοῖς πολίταις (ἐν)τεταγμένος, [[δημοποίητος]]», καὶ «παρεγγραφέντων· ῥᾳδιουργηθέντων».
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> inscrire à côté, ajouter sur un registre ; faire inscrire sur une liste;<br /><b>2</b> inscrire par fraude.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐγγράφω]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεγγράφω Medium diacritics: παρεγγράφω Low diacritics: παρεγγράφω Capitals: ΠΑΡΕΓΓΡΑΦΩ
Transliteration A: parengráphō Transliteration B: parengraphō Transliteration C: pareggrafo Beta Code: pareggra/fw

English (LSJ)

[γρᾰ],

   A write by the side, subjoin, τὸ αὑτοῦ ὄνομα Pl.Lg.753c.    2 in bad sense, mterpolate, τι ἐν ψηφίσματι Aeschin.3.74, cf. Plu.CG17, Gal.15.9 (Pass.), 17(1).606 ; ἔπος ἐν τῷ καταλόγῳ Str.9.1.10 ; π. ἑαυτὸν ταῖς διαθήκαις Luc. Ind. 19 ; enrol illegally among the citizens, εἰς τοὺς φυλέτας Id.Bis Acc.27 ; παρεγγραφεὶς πολίτης Aeschin.2.76.

German (Pape)

[Seite 510] daneben einschreiben, καὶ τὸ αὑτοῦ ὄνομα, Plat. Legg. VI, 753 c; heimlich oder fälschlich einschreiben, Aesch. 3, 74; bes. in die Bürgerliste, παρεγγραφεὶς αἰσχρῶς πολίτης, 2, 76; vgl. Harpocr. v. διαψήφισις u. Luc. adv. ind. 19; daher ὁ παρεγγεγραμμένος in den VLL. ὁ μὴ ἀστός oder ὁ μὴ κατὰ νόμον τοῖς πολίταις τεταγμένος erklärt wird.

Greek (Liddell-Scott)

παρεγγράφω: γράφω πλησίον, προσθέτω, ἐπισυνάπτω, τὸ αὑτοῦ ὄνομα Πλάτ. Νόμ. 753C. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, παρενείρω, παρεισάγω, τι ἐν ψηφίσματι Αἰσχίν. 64. 15, πρβλ. Πλουτ. Γ. Γράκχ. 17· π. ἑαυτὸν ταῖς διαθήκαις Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 19· ἐγγράφω παρανόμως, εἰς τοὺς φυλέτας ὁ αὐτ. ἐν Δὶς Κατηγ. 27· παρεγγραφεὶς πολίτης Αἰσχίν. 38. 10· πρβλ. παρέγγραπτος. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «παρεγγεγραμμένος· ὁ μὴ κατὰ νόμον τοῖς πολίταις (ἐν)τεταγμένος, δημοποίητος», καὶ «παρεγγραφέντων· ῥᾳδιουργηθέντων».

French (Bailly abrégé)

1 inscrire à côté, ajouter sur un registre ; faire inscrire sur une liste;
2 inscrire par fraude.
Étymologie: παρά, ἐγγράφω.