παρερύω: Difference between revisions
From LSJ
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
(6_20) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρερύω''': ποιητ. καὶ Ἰων. [[παρειρύω]], [[σύρω]] παρὰ τὴν πλευράν, φραγμὸν Ἡρόδ. 7. 36. ΙΙ. [[σύρω]] πρὸς τὸ ἓν [[μέρος]], παρειρύεται τὸ [[στόμα]], τὸ [[στόμα]] διαστρέφεται, Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1059. | |lstext='''παρερύω''': ποιητ. καὶ Ἰων. [[παρειρύω]], [[σύρω]] παρὰ τὴν πλευράν, φραγμὸν Ἡρόδ. 7. 36. ΙΙ. [[σύρω]] πρὸς τὸ ἓν [[μέρος]], παρειρύεται τὸ [[στόμα]], τὸ [[στόμα]] διαστρέφεται, Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1059. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=tirer en avant, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐρύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. παρειρύω, only aor. Act. and Pass.,
A draw along the side, φραγμὸν παρείρυσαν Hdt.7.36. IIdraw on one side, στόμα παρειρύσθη the mouth was distorted, Hp.Epid.3.1.ά.
German (Pape)
[Seite 518] (ἐρύω), poc. u. ion. παρειρύω, daneben, davor hinziehen; παρείρυσαν φραγμόν, Her. 7, 36; παρειρύσθη τὸ στόμα, verzerren, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
παρερύω: ποιητ. καὶ Ἰων. παρειρύω, σύρω παρὰ τὴν πλευράν, φραγμὸν Ἡρόδ. 7. 36. ΙΙ. σύρω πρὸς τὸ ἓν μέρος, παρειρύεται τὸ στόμα, τὸ στόμα διαστρέφεται, Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1059.