παροινία: Difference between revisions
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παροινία''': ἡ, συμπεριφορὰ μεθύσου, [[κακοτροπία]] καὶ ὑβριστικὸς [[τρόπος]] [[αὐτοῦ]], Λυσ. 96. 1, Ξενοφ. Συμπ. 6, 1 κἑξ., Ἄμφις ἐν «Πανὶ» 1, Αἰσχίν. 9. 19· π. ἐς γυναῖκα ἐλευθέραν ὁ αὐτ. 28. 39. - Καθ’ Ἡσύχιον: «[[παροινία]]· ἡ ἐκ τοῦ οἴνου [[ὕβρις]], καὶ οἱαδήποτε [[ἁμαρτία]]», καὶ «παροινίαι· κρεπάλαι. ὕβρεις ἀπὸ οἴνου». | |lstext='''παροινία''': ἡ, συμπεριφορὰ μεθύσου, [[κακοτροπία]] καὶ ὑβριστικὸς [[τρόπος]] [[αὐτοῦ]], Λυσ. 96. 1, Ξενοφ. Συμπ. 6, 1 κἑξ., Ἄμφις ἐν «Πανὶ» 1, Αἰσχίν. 9. 19· π. ἐς γυναῖκα ἐλευθέραν ὁ αὐτ. 28. 39. - Καθ’ Ἡσύχιον: «[[παροινία]]· ἡ ἐκ τοῦ οἴνου [[ὕβρις]], καὶ οἱαδήποτε [[ἁμαρτία]]», καὶ «παροινίαι· κρεπάλαι. ὕβρεις ἀπὸ οἴνου». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />excès auxquels on se porte dans l’ivresse, insulte d’un homme pris de vin.<br />'''Étymologie:''' [[πάροινος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A drunken behaviour, Lys.1.45, X.Smp.6.1 sq., Amphis 29, D.10.198, Aeschin. 1.61 ; π. εἰς γυναῖκα ἐλευθέραν Id.2.4.
German (Pape)
[Seite 525] ἡ, schlechtes Betragen beim Gelage, die schimpfliche Behandlung; schlechte Aufführung wie die eines Trunkenbolds, εὐτελἔς γὰρ δεῖπνον οὐ ποιεῖ παροινίαν, Ath. X, 421 a; Xen. Conv. 6, 1; Aesch. 1, 61; Dem. 19, 198 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
παροινία: ἡ, συμπεριφορὰ μεθύσου, κακοτροπία καὶ ὑβριστικὸς τρόπος αὐτοῦ, Λυσ. 96. 1, Ξενοφ. Συμπ. 6, 1 κἑξ., Ἄμφις ἐν «Πανὶ» 1, Αἰσχίν. 9. 19· π. ἐς γυναῖκα ἐλευθέραν ὁ αὐτ. 28. 39. - Καθ’ Ἡσύχιον: «παροινία· ἡ ἐκ τοῦ οἴνου ὕβρις, καὶ οἱαδήποτε ἁμαρτία», καὶ «παροινίαι· κρεπάλαι. ὕβρεις ἀπὸ οἴνου».
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
excès auxquels on se porte dans l’ivresse, insulte d’un homme pris de vin.
Étymologie: πάροινος.