πενθέω: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πενθέω''': Ἐπικ. γ΄ δυϊκ. [[πενθείετον]] Ἰλ. Ψ. 283· Ἐπικ. ἀπαρ. [[πενθήμεναι]] Ὀδ. Σ. 174, Τ. 120, πρβλ. [[καλήμεναι]], ποθήμεναι, φιλήμεναι ἐκ τοῦ [[καλέω]], κτλ.· - μέλλ. -ήσω Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 190· ἀόρ. ἐπένθησα Εὐρ., Αἰσχίν.· πρκμ. πεπένθηκα Λουκ. Δημώνακτ. [[βίος]] 25, (συμ-) Δημ. 1399. 26. ([[πένθος]]). Ὀδύρομαι, [[ὀλοφύρομαι]], θρηνῶ, [[κλαίω]], [[κυρίως]] νεκρόν, νέκυν πενθῆσαι Ἰλ. Τ. 225· πενθεῖν τινα ὡς τεθνεῶτα Ἡρόδ. 4. 95· π. ἄνδρα γόοις Αἰσχύλ. Πέρσ. 545· π. τινα [[δημοσίᾳ]] Λυσ. 196. 43· π. τινα τριχὶ (πρβλ. κουρὰ) Αἰσχύλ. Χο. 173· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τινι π. καὶ κείρεσθαι Αἰσχίν. 84. 14· - ἀπολ., πενθῶ, ἔχω [[πένθος]], Πλάτ. Φαῖδρ. 258Β· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ. πενθεῖ νέον οἶκτον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 63. - Παθ., εἶμαι ἀντικείμενον πένθους, μὲ θρηνοῦσι, Ἰσοκρ. 213C. 2) ἐπὶ πραγμάτων, κακὰ Σοφ. Ο. Τ. 1320, Λυσ. 190. 29· πήματα Σοφ. Ο. Κ. 739· τύχας Εὐρ. Μήδ. 268.
|lstext='''πενθέω''': Ἐπικ. γ΄ δυϊκ. [[πενθείετον]] Ἰλ. Ψ. 283· Ἐπικ. ἀπαρ. [[πενθήμεναι]] Ὀδ. Σ. 174, Τ. 120, πρβλ. [[καλήμεναι]], ποθήμεναι, φιλήμεναι ἐκ τοῦ [[καλέω]], κτλ.· - μέλλ. -ήσω Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 190· ἀόρ. ἐπένθησα Εὐρ., Αἰσχίν.· πρκμ. πεπένθηκα Λουκ. Δημώνακτ. [[βίος]] 25, (συμ-) Δημ. 1399. 26. ([[πένθος]]). Ὀδύρομαι, [[ὀλοφύρομαι]], θρηνῶ, [[κλαίω]], [[κυρίως]] νεκρόν, νέκυν πενθῆσαι Ἰλ. Τ. 225· πενθεῖν τινα ὡς τεθνεῶτα Ἡρόδ. 4. 95· π. ἄνδρα γόοις Αἰσχύλ. Πέρσ. 545· π. τινα [[δημοσίᾳ]] Λυσ. 196. 43· π. τινα τριχὶ (πρβλ. κουρὰ) Αἰσχύλ. Χο. 173· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τινι π. καὶ κείρεσθαι Αἰσχίν. 84. 14· - ἀπολ., πενθῶ, ἔχω [[πένθος]], Πλάτ. Φαῖδρ. 258Β· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ. πενθεῖ νέον οἶκτον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 63. - Παθ., εἶμαι ἀντικείμενον πένθους, μὲ θρηνοῦσι, Ἰσοκρ. 213C. 2) ἐπὶ πραγμάτων, κακὰ Σοφ. Ο. Τ. 1320, Λυσ. 190. 29· πήματα Σοφ. Ο. Κ. 739· τύχας Εὐρ. Μήδ. 268.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> πενθήσω, <i>ao.</i> ἐπένθησα, <i>pf.</i> πεπένθηκα;<br /><i>Pass. seul. prés.</i><br /><b>1</b> <i>tr.</i> pleurer, déplorer, acc.;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> être dans le deuil, pleurer.<br />'''Étymologie:''' [[πένθος]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πενθέω Medium diacritics: πενθέω Low diacritics: πενθέω Capitals: ΠΕΝΘΕΩ
Transliteration A: penthéō Transliteration B: pentheō Transliteration C: pentheo Beta Code: penqe/w

English (LSJ)

Ep. 3dual

   A πενθείετον Il.23.283 ; Ep. inf. πενθήμεναι Od.18.174, 19.120 : fut. -ήσω A.Fr.207 : aor. ἐπένθησα Id.Ch. 173, Aeschin. 3.211 : pf. πεπένθηκα Luc.Demon.25, (συμ-) D.60.33 : (πένθος) :— bewail, lament, esp. for persons, νέκυν πενθῆσαι Il.19.225, cf. Trag.Adesp.331 ; πενθέειν τινα ὡς τεθνεῶτα Hdt.4.95 ; π. γόοις A.Pers.545 (anap.) ; π. τινὰς δημοσίᾳ Lys. 2.66 ; π. τινὰ τριχί A.Ch.173 ; ἐπί τινι π. καὶ κείρασθαι Aeschin.3.211 : abs., mourn, go into mourning, Pl. Phdr.258b, etc.: c. acc. cogn., πενθεῖ νέον οἶκτον A.Supp.64 :—Pass., to be mourned for, Isoc.10.27 ; πένθος ἀμφί τινι πενθεῖται Arr. Tact.33.4.    2 of things, π. κακά S.OT1320, Lys.2.2 ; πήματα S.OC739; τύχας E.Med.268.

German (Pape)

[Seite 554] beklagen, betrauern; bes. einen Todten, νέκυν πενθῆσαι, Il. 19, 225. 23, 283; Hom. hat auch den int. πενθήμεναι für πενθέμεναι = πενθεῖν, Od. 18, 173. 19, 120, welche Form alte Gramm. von einem ungebräuchlichen πένθημι od. gar πενθαίνω, wie Eust. ableiten; πενθείετον = πενθεῖτον, Il. 23, 283; πενθοῦσι γόοις ἀκορεστοτάτοις, Aesch. Pers. 537; πενθεῖ δ' ἄνδρα δόμος στερηθείς, 571; πενθεῖ νέον οἶκτον, Suppl. 62, u. oft; Soph. O. R. 1320 O. C. 743; Eur. u. folgde Dichter; Orak. bei Her. 7, 220; u. in Prosa: πενθεῖ αὐτός τε καὶ οἱ ἑταῖροι, Plat. Phaedr. 258 b; so absolut auch Rep. X, 606 b; δημοσίᾳ τινά, Lys. 2, 66; τοὺς ἀπολωλότας, Xen. Hell. 2, 2, 3; μηδένα πώποτε

Greek (Liddell-Scott)

πενθέω: Ἐπικ. γ΄ δυϊκ. πενθείετον Ἰλ. Ψ. 283· Ἐπικ. ἀπαρ. πενθήμεναι Ὀδ. Σ. 174, Τ. 120, πρβλ. καλήμεναι, ποθήμεναι, φιλήμεναι ἐκ τοῦ καλέω, κτλ.· - μέλλ. -ήσω Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 190· ἀόρ. ἐπένθησα Εὐρ., Αἰσχίν.· πρκμ. πεπένθηκα Λουκ. Δημώνακτ. βίος 25, (συμ-) Δημ. 1399. 26. (πένθος). Ὀδύρομαι, ὀλοφύρομαι, θρηνῶ, κλαίω, κυρίως νεκρόν, νέκυν πενθῆσαι Ἰλ. Τ. 225· πενθεῖν τινα ὡς τεθνεῶτα Ἡρόδ. 4. 95· π. ἄνδρα γόοις Αἰσχύλ. Πέρσ. 545· π. τινα δημοσίᾳ Λυσ. 196. 43· π. τινα τριχὶ (πρβλ. κουρὰ) Αἰσχύλ. Χο. 173· ὡσαύτως ἐπὶ τινι π. καὶ κείρεσθαι Αἰσχίν. 84. 14· - ἀπολ., πενθῶ, ἔχω πένθος, Πλάτ. Φαῖδρ. 258Β· μετὰ συστοίχ. αἰτ. πενθεῖ νέον οἶκτον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 63. - Παθ., εἶμαι ἀντικείμενον πένθους, μὲ θρηνοῦσι, Ἰσοκρ. 213C. 2) ἐπὶ πραγμάτων, κακὰ Σοφ. Ο. Τ. 1320, Λυσ. 190. 29· πήματα Σοφ. Ο. Κ. 739· τύχας Εὐρ. Μήδ. 268.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. πενθήσω, ao. ἐπένθησα, pf. πεπένθηκα;
Pass. seul. prés.
1 tr. pleurer, déplorer, acc.;
2 intr. être dans le deuil, pleurer.
Étymologie: πένθος.