ποσαπλάσιος: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(6_4) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποσαπλάσιος''': -α, -ον, [[ποσάκις]] περισσότερος ἢ [[ποσάκις]] ἐπαναλαμβανόμενος; Λατ. quotuplex? [[ἔνθα]] ἡ [[ἀπόκρισις]] [[εἶναι]] τετραπλάσιον, Πλάτ. Μένων 83Β. 2) [[μετὰ]] γεν., τί πολλαπλάσιον τοῦ...; [[αὐτόθι]] 84Ε. | |lstext='''ποσαπλάσιος''': -α, -ον, [[ποσάκις]] περισσότερος ἢ [[ποσάκις]] ἐπαναλαμβανόμενος; Λατ. quotuplex? [[ἔνθα]] ἡ [[ἀπόκρισις]] [[εἶναι]] τετραπλάσιον, Πλάτ. Μένων 83Β. 2) [[μετὰ]] γεν., τί πολλαπλάσιον τοῦ...; [[αὐτόθι]] 84Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />combien de fois plus grand ?<br />'''Étymologie:''' [[πόσος]], -πλάσιος. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
[πλᾰ], α, ον,
A how many times multiplied? how many fold? Pl.Men.83b. 2 c.gen., what multiple of . .? ib.84e.
German (Pape)
[Seite 687] wie vielfach? wie vielmal größer? Plat. Men. 83 b.
Greek (Liddell-Scott)
ποσαπλάσιος: -α, -ον, ποσάκις περισσότερος ἢ ποσάκις ἐπαναλαμβανόμενος; Λατ. quotuplex? ἔνθα ἡ ἀπόκρισις εἶναι τετραπλάσιον, Πλάτ. Μένων 83Β. 2) μετὰ γεν., τί πολλαπλάσιον τοῦ...; αὐτόθι 84Ε.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
combien de fois plus grand ?
Étymologie: πόσος, -πλάσιος.