συνδιάγω: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνδιάγω''': [ᾰ], [[διάγω]] [[ὁμοῦ]], [[διέρχομαι]] [[ὁμοῦ]], «τὴν ἡμέραν συνδιήγαγον» Ἡσύχ. ἐν λέξ. συνδιημέρευσαν· ἀπολ. (ἐξυπακ. τὸν βίον) ἔτι τοὺς ἡδεῖς συνδιαγαγεῖν καὶ συνδιημερεῦσαι Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 12· σ. τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 9. 4, 5· μετά τινος [[αὐτόθι]] 8. 5, 3· ἐπιθυμίαις ἀνόμοις συνδ. Πλούτ. 2. 993C.
|lstext='''συνδιάγω''': [ᾰ], [[διάγω]] [[ὁμοῦ]], [[διέρχομαι]] [[ὁμοῦ]], «τὴν ἡμέραν συνδιήγαγον» Ἡσύχ. ἐν λέξ. συνδιημέρευσαν· ἀπολ. (ἐξυπακ. τὸν βίον) ἔτι τοὺς ἡδεῖς συνδιαγαγεῖν καὶ συνδιημερεῦσαι Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 12· σ. τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 9. 4, 5· μετά τινος [[αὐτόθι]] 8. 5, 3· ἐπιθυμίαις ἀνόμοις συνδ. Πλούτ. 2. 993C.
}}
{{bailly
|btext=<i>s.e.</i> τὸν βίον;<br />passer sa vie avec ; <i>fig.</i> σ. ἐπιθυμίαις PLUT vivre avec des désirs.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διάγω]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιάγω Medium diacritics: συνδιάγω Low diacritics: συνδιάγω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΓΩ
Transliteration A: syndiágō Transliteration B: syndiagō Transliteration C: syndiago Beta Code: sundia/gw

English (LSJ)

[ᾰ],

   A go through together, τὴν ἡμέραν Hsch.: abs. (sc. τὸν βίον), live together, Arist.Rh.1381a30; σ. τινί Id.EN1166a7, Dsc. Prooem.4; μετ' ἀλλήλων Arist.EN1157b22; ἐπιθυμίαις ἀνόμοις σ. Plu.2.993c.

German (Pape)

[Seite 1007] (s. ἄγω), mit od. zugleich durchführen; – sc. τὸν βίον, scheinbar intrans., zusammen leben, Arist. neben συνδιημερεύω, rhet. 2, 4; Plut. Alcib. 37, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιάγω: [ᾰ], διάγω ὁμοῦ, διέρχομαι ὁμοῦ, «τὴν ἡμέραν συνδιήγαγον» Ἡσύχ. ἐν λέξ. συνδιημέρευσαν· ἀπολ. (ἐξυπακ. τὸν βίον) ἔτι τοὺς ἡδεῖς συνδιαγαγεῖν καὶ συνδιημερεῦσαι Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 12· σ. τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 9. 4, 5· μετά τινος αὐτόθι 8. 5, 3· ἐπιθυμίαις ἀνόμοις συνδ. Πλούτ. 2. 993C.

French (Bailly abrégé)

s.e. τὸν βίον;
passer sa vie avec ; fig. σ. ἐπιθυμίαις PLUT vivre avec des désirs.
Étymologie: σύν, διάγω.