περιπορεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιπορεύομαι''': ἀποθ., [[περιοδεύω]], Πλάτ. Νόμ. 716Α. ΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου, [[περιέρχομαι]], τὰ ἱερὰ Ἀριστ. Οἰκ. 2. 41· τὰς πόλεις, τοὺς ναούς, κτλ. Πολύβ. 3. 7, 3., 9. 6, 3· τὴν πόλιν κύκλῳ ὁ αὐτ. 4. 54, 4, κτλ.
|lstext='''περιπορεύομαι''': ἀποθ., [[περιοδεύω]], Πλάτ. Νόμ. 716Α. ΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου, [[περιέρχομαι]], τὰ ἱερὰ Ἀριστ. Οἰκ. 2. 41· τὰς πόλεις, τοὺς ναούς, κτλ. Πολύβ. 3. 7, 3., 9. 6, 3· τὴν πόλιν κύκλῳ ὁ αὐτ. 4. 54, 4, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=aller autour, faire le tour de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πορεύω]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπορεύομαι Medium diacritics: περιπορεύομαι Low diacritics: περιπορεύομαι Capitals: ΠΕΡΙΠΟΡΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: periporeúomai Transliteration B: periporeuomai Transliteration C: periporeyomai Beta Code: periporeu/omai

English (LSJ)

   A travel, go about, Pl.Lg.716a, Ceb.7 ; κατ' οὐρανόν Iamb.Protr.13; walk about, IG42(1).123.125 (Epid.).    II c. acc. loci, go round, τὰ ἱερά Arist. Oec.1353b20 ; τὰς πόλεις, τοὺς ναούς, etc., Plb.3.7.3,9.6.3, etc.; τὴν πόλιν κύκλῳ Id.4.54.4 ; τὰς οἰκίας τῶν συγκλητικῶν D.S.40.1, cf. Corn.ND17.

German (Pape)

[Seite 589] herumreisen, umhergehen; Plat. Legg. IV, 716 a; τὴν πόλιν κύκλῳ, Pol. 4, 54, 4; – bereisen, τὰς πόλεις, 3, 7, 3, vgl. 10, 4, 4.

Greek (Liddell-Scott)

περιπορεύομαι: ἀποθ., περιοδεύω, Πλάτ. Νόμ. 716Α. ΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου, περιέρχομαι, τὰ ἱερὰ Ἀριστ. Οἰκ. 2. 41· τὰς πόλεις, τοὺς ναούς, κτλ. Πολύβ. 3. 7, 3., 9. 6, 3· τὴν πόλιν κύκλῳ ὁ αὐτ. 4. 54, 4, κτλ.

French (Bailly abrégé)

aller autour, faire le tour de, acc..
Étymologie: περί, πορεύω.