πολύμετρος: Difference between revisions
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
(6_17) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύμετρος''': -ον, ὁ ἐκ πολλῶν συνιστάμενος, [[ὅθεν]] [[πολύς]], [[ἄφθονος]], π. [[στάχυς]] Εὐρ. (Ἀποσπ. 520) παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1240. ΙΙ. (γραμματ.), ὁ ἐκ πολλῶν μέτρων συνιστάμενος, Ἀθήν. 608D. | |lstext='''πολύμετρος''': -ον, ὁ ἐκ πολλῶν συνιστάμενος, [[ὅθεν]] [[πολύς]], [[ἄφθονος]], π. [[στάχυς]] Εὐρ. (Ἀποσπ. 520) παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1240. ΙΙ. (γραμματ.), ὁ ἐκ πολλῶν μέτρων συνιστάμενος, Ἀθήν. 608D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui est en grande quantité, abondant;<br /><b>2</b> qui se compose de plusieurs mètres.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[μέτρον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A of many measures: hence, copious, abundant, π. στάχυς E.Fr.516(ap.Ar.Ra.1240). II written in many metres, δρᾶμα Ath.13.608e.
German (Pape)
[Seite 666] von vielen Maßen, bes. Versmaßen, Sp.; δρᾶμα πολύμετρον, Ath. XIII, 608 d; auch viel messend, groß, στάχυς, Eur. fr. b. Ar. Ran. 1238 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολύμετρος: -ον, ὁ ἐκ πολλῶν συνιστάμενος, ὅθεν πολύς, ἄφθονος, π. στάχυς Εὐρ. (Ἀποσπ. 520) παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1240. ΙΙ. (γραμματ.), ὁ ἐκ πολλῶν μέτρων συνιστάμενος, Ἀθήν. 608D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui est en grande quantité, abondant;
2 qui se compose de plusieurs mètres.
Étymologie: πολύς, μέτρον.