ὑποξύω: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποξύω''': [ῡ], ξύω ὀλίγον ἢ κατ’ ὀλίγον, τοῦτον (δηλ. τὸν λίθον) ὑποξύσαντες Διοσκ. 5. 159· ποταμὸς πέζαν νάπης ὑποξύων Ἀνθ. Π. 9. 669· πρβλ. Διον. Π. 61. 385. | |lstext='''ὑποξύω''': [ῡ], ξύω ὀλίγον ἢ κατ’ ὀλίγον, τοῦτον (δηλ. τὸν λίθον) ὑποξύσαντες Διοσκ. 5. 159· ποταμὸς πέζαν νάπης ὑποξύων Ἀνθ. Π. 9. 669· πρβλ. Διον. Π. 61. 385. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> racler légèrement;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> effleurer.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ξύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῡ],
A scrape a little or below, λίθον, v.l. for ἀπο-, Dsc.5.141; ποταμὸς πέζαν ὑποξύων νάπης AP9.669 (Marian.); cf. D.P.61,385.
German (Pape)
[Seite 1228] wie ὑποξέω, ein wenig od. leicht schaben, ritzen, leicht daran hinstreifen u. berühren; ποταμὸς πέζαν πολήων D. Per. 61; θῖνας 385; ποταμὸς πέζαν νάπης ὑποξύων Marian. 3 (IX, 669).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποξύω: [ῡ], ξύω ὀλίγον ἢ κατ’ ὀλίγον, τοῦτον (δηλ. τὸν λίθον) ὑποξύσαντες Διοσκ. 5. 159· ποταμὸς πέζαν νάπης ὑποξύων Ἀνθ. Π. 9. 669· πρβλ. Διον. Π. 61. 385.