πρόκριμα: Difference between revisions

From LSJ

Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr

Menander, Monostichoi, 146
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόκρῐμα''': τό, ἡ ἐκ τῶν προτέρων [[κρίσις]], Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Τιμ. ε΄, 21, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ., Ρήτορες (Walz) 7. 1123, [[ἔνθα]] ὑπάρχει καὶ τὸ [[ῥῆμα]] προκριματίζομαι, τιμωροῦμαι πρότερον.
|lstext='''πρόκρῐμα''': τό, ἡ ἐκ τῶν προτέρων [[κρίσις]], Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Τιμ. ε΄, 21, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ., Ρήτορες (Walz) 7. 1123, [[ἔνθα]] ὑπάρχει καὶ τὸ [[ῥῆμα]] προκριματίζομαι, τιμωροῦμαι πρότερον.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />jugement porté d’avance, prévention.<br />'''Étymologie:''' [[προκρίνω]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόκρῐμα Medium diacritics: πρόκριμα Low diacritics: πρόκριμα Capitals: ΠΡΟΚΡΙΜΑ
Transliteration A: prókrima Transliteration B: prokrima Transliteration C: prokrima Beta Code: pro/krima

English (LSJ)

ατος, τό,

   A prejudgement, 1 Ep.Ti.5.21, Anon. ap. Suid., Greg.Cor. in Rh.7.1123 W.    2 = praejudicium, IG5(1).21 ii 7 (Sparta, ii A.D.), Mitteis Chr.88 ii 30 (ii A.D.), PFlor.68.13 (ii A.D.), Cod.Just.10.11.8.5.

German (Pape)

[Seite 731] τό, das Vorausentschiedene, das Vorurtheil, Sp., wie N. T.

Greek (Liddell-Scott)

πρόκρῐμα: τό, ἡ ἐκ τῶν προτέρων κρίσις, Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Τιμ. ε΄, 21, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ., Ρήτορες (Walz) 7. 1123, ἔνθα ὑπάρχει καὶ τὸ ῥῆμα προκριματίζομαι, τιμωροῦμαι πρότερον.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
jugement porté d’avance, prévention.
Étymologie: προκρίνω.