πλημμελής: Difference between revisions
(6_7) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλημμελής''': -ές, ([[πλήν]], [[μέλος]]) [[κυρίως]] ὁ παρὰ τὸ [[μέλος]], παράχορδος ἢ ἐν παραφωνίᾳ, ἀντίθετ. τῷ [[ἐμμελής]], πρβλ. [[πλημμέλεια]]. ΙΙ. μεταφορ., ὁ ἐν παραφωνίᾳ ὤν, ἐσφαλμένος, πεπλανημένος, ὁ [[ἀκράτως]]... πλ. καὶ κακὸς Πλάτ. Νόμ. 731D· [[λίαν]] πλημμελὲς ἂν εἴη Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 9, 6. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[δυσάρεστος]], ἤν τι πλ. σε δρᾷ Εὐρ. Ἑλ. 1091· μή τι πλ. πάθῃς ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 306· ἐάν τι πάθωμεν πλ. Πλάτ. Πολ. 451B· πλ. ἂν εἴη ἀγανακτεῖν ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 43B, πρβλ. Σοφ. 243A· ― ὑπερθ., -έστατος, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 689B. ― Ἐπίρρ. -λῶς, [[αὐτόθι]] 793C· πλ. καὶ ἀτάκτως ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 30A. | |lstext='''πλημμελής''': -ές, ([[πλήν]], [[μέλος]]) [[κυρίως]] ὁ παρὰ τὸ [[μέλος]], παράχορδος ἢ ἐν παραφωνίᾳ, ἀντίθετ. τῷ [[ἐμμελής]], πρβλ. [[πλημμέλεια]]. ΙΙ. μεταφορ., ὁ ἐν παραφωνίᾳ ὤν, ἐσφαλμένος, πεπλανημένος, ὁ [[ἀκράτως]]... πλ. καὶ κακὸς Πλάτ. Νόμ. 731D· [[λίαν]] πλημμελὲς ἂν εἴη Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 9, 6. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[δυσάρεστος]], ἤν τι πλ. σε δρᾷ Εὐρ. Ἑλ. 1091· μή τι πλ. πάθῃς ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 306· ἐάν τι πάθωμεν πλ. Πλάτ. Πολ. 451B· πλ. ἂν εἴη ἀγανακτεῖν ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 43B, πρβλ. Σοφ. 243A· ― ὑπερθ., -έστατος, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 689B. ― Ἐπίρρ. -λῶς, [[αὐτόθι]] 793C· πλ. καὶ ἀτάκτως ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 30A. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><i>propr.</i> qui est <i>ou</i> fait une fausse note ; contraire à la règle, défectueux, mauvais ; πλημμελὴς [[βίος]] PLUT vie désordonnée.<br />'''Étymologie:''' [[πλήν]], [[μέλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, (πλήν, μέλος) prop.
A out of tune, opp. ἐμμελής, but in usage, metaph., faulty, erring, ὁ ἀκράτως . . π. καὶ κακός Pl.Lg.731d. 2 wrongful, outrageous, ἤν τι π. σε δρᾷ E.Hel.1085; μὴ τί π. πάθῃς; Id.Med.306; ἐάν τι πάθωμεν π. Pl.R.451b; λίαν πλημμελὲς ἂν εἴη Arist.EN1099b24, cf. Democr.181, Pl.Cri.43b, Sph.243a: Sup., ἀμαθίαι -έσταται Id.Lg.689b. Adv. -λῶς ib.793c; κινούμενον π. καὶ ἀτάκτως wrongly, Id.Ti.30a.
German (Pape)
[Seite 633] ές, eigtl. gegen die Tonweise, bes. beim Singen fehlend, falsch singend, im Ggstz von ἐμμελής. – Uebh. fehlend, sich vergehend; ἤν τι πλημμελές σε δρᾷ, Eur. Hel. 1085, vgl. Med. 306; χαλεπὸν καὶ πλημμελὲς ἐπιτιμᾷν, Plat. Soph. 243 a; καὶ κακόν, Legg. V, 731 e, u. öfter; κινούμενον πλημμελῶς καὶ ἀτάκτως, Tim. 30 a, u. öfter; παρὰ τοὺς νόμους, Din. 1, 61; Dem. u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
πλημμελής: -ές, (πλήν, μέλος) κυρίως ὁ παρὰ τὸ μέλος, παράχορδος ἢ ἐν παραφωνίᾳ, ἀντίθετ. τῷ ἐμμελής, πρβλ. πλημμέλεια. ΙΙ. μεταφορ., ὁ ἐν παραφωνίᾳ ὤν, ἐσφαλμένος, πεπλανημένος, ὁ ἀκράτως... πλ. καὶ κακὸς Πλάτ. Νόμ. 731D· λίαν πλημμελὲς ἂν εἴη Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 9, 6. 2) ἐπὶ πραγμάτων, δυσάρεστος, ἤν τι πλ. σε δρᾷ Εὐρ. Ἑλ. 1091· μή τι πλ. πάθῃς ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 306· ἐάν τι πάθωμεν πλ. Πλάτ. Πολ. 451B· πλ. ἂν εἴη ἀγανακτεῖν ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 43B, πρβλ. Σοφ. 243A· ― ὑπερθ., -έστατος, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 689B. ― Ἐπίρρ. -λῶς, αὐτόθι 793C· πλ. καὶ ἀτάκτως ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 30A.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
propr. qui est ou fait une fausse note ; contraire à la règle, défectueux, mauvais ; πλημμελὴς βίος PLUT vie désordonnée.
Étymologie: πλήν, μέλος.