προσανατρέχω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(6_13b)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσανατρέχω''': μέλλ. -δρᾰμοῦμαι, [[ἀνατρέχω]], [[τρέχω]] [[πρός]]..., λόφον Διον. Ἁλ. 1. 56· εἰς τόπον Διόδ. 5. 47· μεταφορ., ταχὺ προσανέδραμον ταῖς οὐσίαις, [[ταχέως]] ἐγένοντο πλούσιοι, ὁ αὐτ. 16. 83. ΙΙ. [[ἀνατρέχω]] εἰς τὰ παρελθόντα, Πολύβ. 5. 31, 8· οὕτω, πρ. τοῖς χρόνοις, ὁ αὐτ. 1. 12, 8, κτλ.
|lstext='''προσανατρέχω''': μέλλ. -δρᾰμοῦμαι, [[ἀνατρέχω]], [[τρέχω]] [[πρός]]..., λόφον Διον. Ἁλ. 1. 56· εἰς τόπον Διόδ. 5. 47· μεταφορ., ταχὺ προσανέδραμον ταῖς οὐσίαις, [[ταχέως]] ἐγένοντο πλούσιοι, ὁ αὐτ. 16. 83. ΙΙ. [[ἀνατρέχω]] εἰς τὰ παρελθόντα, Πολύβ. 5. 31, 8· οὕτω, πρ. τοῖς χρόνοις, ὁ αὐτ. 1. 12, 8, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> gravir en courant ; <i>fig.</i> s’élever à, τινι;<br /><b>2</b> remonter en arrière.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀνατρέχω]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσανατρέχω Medium diacritics: προσανατρέχω Low diacritics: προσανατρέχω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΤΡΕΧΩ
Transliteration A: prosanatréchō Transliteration B: prosanatrechō Transliteration C: prosanatrecho Beta Code: prosanatre/xw

English (LSJ)

   A run up to, λόφον D.H.1.56; εἰς τοὺς ὑψηλοτέρους τόπους D.S.5.47; τοῦ λάρυγγος -τρέχοντος τῇ ἐπιγλωττίδι Gal.UP4.8; of iron approaching a magnet, Porph.Abst.4.20: metaph., π. ταῖς οὐσίαις, i.e. become suddenly rich, D.S.16.83.    II run back, retrace past events, βραχὺ περί τινος Plb.5.31.8; π. τοῖς χρόνοις περί τινων Id.1.12.8, etc.    III v. προανατρέχω.

German (Pape)

[Seite 750] (s. τρέχω), dazu hinauf od. in die Höhe laufen; D. Sic. 5, 47; λόφον, D. Hal. 1, 56; übtr., enporkommen, z. B. οὐσίαις, d. i. reich werden, D. Sic., auch zurückgehen, τοῖς χρόνοις, in die frühere Zeit, Pol. 1, 12, 8, vgl. 5, 31, 8.

Greek (Liddell-Scott)

προσανατρέχω: μέλλ. -δρᾰμοῦμαι, ἀνατρέχω, τρέχω πρός..., λόφον Διον. Ἁλ. 1. 56· εἰς τόπον Διόδ. 5. 47· μεταφορ., ταχὺ προσανέδραμον ταῖς οὐσίαις, ταχέως ἐγένοντο πλούσιοι, ὁ αὐτ. 16. 83. ΙΙ. ἀνατρέχω εἰς τὰ παρελθόντα, Πολύβ. 5. 31, 8· οὕτω, πρ. τοῖς χρόνοις, ὁ αὐτ. 1. 12, 8, κτλ.

French (Bailly abrégé)

1 gravir en courant ; fig. s’élever à, τινι;
2 remonter en arrière.
Étymologie: πρός, ἀνατρέχω.