προσανατρέχω: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
(6_13b) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσανατρέχω''': μέλλ. -δρᾰμοῦμαι, [[ἀνατρέχω]], [[τρέχω]] [[πρός]]..., λόφον Διον. Ἁλ. 1. 56· εἰς τόπον Διόδ. 5. 47· μεταφορ., ταχὺ προσανέδραμον ταῖς οὐσίαις, [[ταχέως]] ἐγένοντο πλούσιοι, ὁ αὐτ. 16. 83. ΙΙ. [[ἀνατρέχω]] εἰς τὰ παρελθόντα, Πολύβ. 5. 31, 8· οὕτω, πρ. τοῖς χρόνοις, ὁ αὐτ. 1. 12, 8, κτλ. | |lstext='''προσανατρέχω''': μέλλ. -δρᾰμοῦμαι, [[ἀνατρέχω]], [[τρέχω]] [[πρός]]..., λόφον Διον. Ἁλ. 1. 56· εἰς τόπον Διόδ. 5. 47· μεταφορ., ταχὺ προσανέδραμον ταῖς οὐσίαις, [[ταχέως]] ἐγένοντο πλούσιοι, ὁ αὐτ. 16. 83. ΙΙ. [[ἀνατρέχω]] εἰς τὰ παρελθόντα, Πολύβ. 5. 31, 8· οὕτω, πρ. τοῖς χρόνοις, ὁ αὐτ. 1. 12, 8, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> gravir en courant ; <i>fig.</i> s’élever à, τινι;<br /><b>2</b> remonter en arrière.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀνατρέχω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
A run up to, λόφον D.H.1.56; εἰς τοὺς ὑψηλοτέρους τόπους D.S.5.47; τοῦ λάρυγγος -τρέχοντος τῇ ἐπιγλωττίδι Gal.UP4.8; of iron approaching a magnet, Porph.Abst.4.20: metaph., π. ταῖς οὐσίαις, i.e. become suddenly rich, D.S.16.83. II run back, retrace past events, βραχὺ περί τινος Plb.5.31.8; π. τοῖς χρόνοις περί τινων Id.1.12.8, etc. III v. προανατρέχω.
German (Pape)
[Seite 750] (s. τρέχω), dazu hinauf od. in die Höhe laufen; D. Sic. 5, 47; λόφον, D. Hal. 1, 56; übtr., enporkommen, z. B. οὐσίαις, d. i. reich werden, D. Sic., auch zurückgehen, τοῖς χρόνοις, in die frühere Zeit, Pol. 1, 12, 8, vgl. 5, 31, 8.
Greek (Liddell-Scott)
προσανατρέχω: μέλλ. -δρᾰμοῦμαι, ἀνατρέχω, τρέχω πρός..., λόφον Διον. Ἁλ. 1. 56· εἰς τόπον Διόδ. 5. 47· μεταφορ., ταχὺ προσανέδραμον ταῖς οὐσίαις, ταχέως ἐγένοντο πλούσιοι, ὁ αὐτ. 16. 83. ΙΙ. ἀνατρέχω εἰς τὰ παρελθόντα, Πολύβ. 5. 31, 8· οὕτω, πρ. τοῖς χρόνοις, ὁ αὐτ. 1. 12, 8, κτλ.
French (Bailly abrégé)
1 gravir en courant ; fig. s’élever à, τινι;
2 remonter en arrière.
Étymologie: πρός, ἀνατρέχω.