πρωκτός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρωκτός''': ὁ, «ὁ [[κόλος]] (γρ. κῶλ-), παρὰ τὸ προωθεῖν τὰ τῆς γαστρός», Σουΐδ.· «πρωκτὸς προακτός τίς ἐστι· παρὰ τὸ δι’ [[αὐτοῦ]] προάγεσθαι τὰ περιττώματα» Ἐτυμ. Μέγ. 692, 46. Ἡ [[λέξις]] συχνὰ ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστοφ., ἴδε Σουΐδ., Φώτ., Ἡσύχ. καὶ Παροιμιογρ.
|lstext='''πρωκτός''': ὁ, «ὁ [[κόλος]] (γρ. κῶλ-), παρὰ τὸ προωθεῖν τὰ τῆς γαστρός», Σουΐδ.· «πρωκτὸς προακτός τίς ἐστι· παρὰ τὸ δι’ [[αὐτοῦ]] προάγεσθαι τὰ περιττώματα» Ἐτυμ. Μέγ. 692, 46. Ἡ [[λέξις]] συχνὰ ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστοφ., ἴδε Σουΐδ., Φώτ., Ἡσύχ. καὶ Παροιμιογρ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />anus.<br />'''Étymologie:''' DELG terme pop. ou vulg.
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωκτός Medium diacritics: πρωκτός Low diacritics: πρωκτός Capitals: ΠΡΩΚΤΟΣ
Transliteration A: prōktós Transliteration B: prōktos Transliteration C: proktos Beta Code: prwkto/s

English (LSJ)

ὁ,

   A anus, Ar.V.604, etc.; π. καμήλου Id.Pax758; π. κυνός Id.Ach.863.

German (Pape)

[Seite 803] ὁ, der Hintere, der Steiß, eigtl. der After; auch der Mastdarm, Ar. oft u. andere Comic., auch in Prosa; vgl. Arist. part. anim. 3, 14 H. A. 2, 17. – Es wird von προάγω, nach Andern von προΐκω od. προΐσχω abgeleitet.

Greek (Liddell-Scott)

πρωκτός: ὁ, «ὁ κόλος (γρ. κῶλ-), παρὰ τὸ προωθεῖν τὰ τῆς γαστρός», Σουΐδ.· «πρωκτὸς προακτός τίς ἐστι· παρὰ τὸ δι’ αὐτοῦ προάγεσθαι τὰ περιττώματα» Ἐτυμ. Μέγ. 692, 46. Ἡ λέξις συχνὰ ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστοφ., ἴδε Σουΐδ., Φώτ., Ἡσύχ. καὶ Παροιμιογρ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
anus.
Étymologie: DELG terme pop. ou vulg.