πραιτώριον: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πραιτώριον''': τό, = Λατ. Praetorium, ἐν χρήσει παρὰ τῷ Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζ΄, 27· ἡ [[ἐπίσημος]] [[κατοικία]] διοικητοῦ, «διοικητήριον», καὶ ἐν τῇ Ἐπ. πρὸς Φιλ. α΄ 13, λαμβάνεται συνήθως ὡς σημαῖνον τὰ ἀνάκτορα τοῦ Καίσαρος, ἀλλ’ ἐν Ρώμῃ ἡ λ. Praetorium συνήθως ἐσήμαινε Castra Praetoriana, [[ἔπαρχος]] πραιτωρίου, ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 2596, κ. ἀλλ.
|lstext='''πραιτώριον''': τό, = Λατ. Praetorium, ἐν χρήσει παρὰ τῷ Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζ΄, 27· ἡ [[ἐπίσημος]] [[κατοικία]] διοικητοῦ, «διοικητήριον», καὶ ἐν τῇ Ἐπ. πρὸς Φιλ. α΄ 13, λαμβάνεται συνήθως ὡς σημαῖνον τὰ ἀνάκτορα τοῦ Καίσαρος, ἀλλ’ ἐν Ρώμῃ ἡ λ. Praetorium συνήθως ἐσήμαινε Castra Praetoriana, [[ἔπαρχος]] πραιτωρίου, ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 2596, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>= lat.</i> praetorium : prétoire, palais du prince, du gouverneur.
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πραιτώριον Medium diacritics: πραιτώριον Low diacritics: πραιτώριον Capitals: ΠΡΑΙΤΩΡΙΟΝ
Transliteration A: praitṓrion Transliteration B: praitōrion Transliteration C: praitorion Beta Code: praitw/rion

English (LSJ)

τό, = Lat.

   A Praetorium, official residence of a governor, Ev.Matt.27.27; later, of private residences, Just.Nov.159 Praef.    II praetorian guard: ἔπαρχος πραιτωρίον, τοῦ π., = praefectus praetorio, OGI707 (Tyre, ii A.D.), IG14.911, etc.    2 imperial household, Ep. Phil.1.13.

Greek (Liddell-Scott)

πραιτώριον: τό, = Λατ. Praetorium, ἐν χρήσει παρὰ τῷ Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζ΄, 27· ἡ ἐπίσημος κατοικία διοικητοῦ, «διοικητήριον», καὶ ἐν τῇ Ἐπ. πρὸς Φιλ. α΄ 13, λαμβάνεται συνήθως ὡς σημαῖνον τὰ ἀνάκτορα τοῦ Καίσαρος, ἀλλ’ ἐν Ρώμῃ ἡ λ. Praetorium συνήθως ἐσήμαινε Castra Praetoriana, ἔπαρχος πραιτωρίου, ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 2596, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
= lat. praetorium : prétoire, palais du prince, du gouverneur.