σκόμβρος: Difference between revisions
From LSJ
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκόμβρος''': ὁ, [[εἶδος]] θαλασσίου ἰχθύος κατ’ ἀγέλας ζῶντος, κατατασσομένου, [[μετὰ]] τοῦ θύννου καὶ τῆς πηλαμύδος, Scomber scοmber, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 12., 8. 12, 6., 9. 2, 1, πρβλ. Ἐπίχ. 32 Ahr.· ἀγρεύεται δὲ ἐν τῷ Ἑλλησπόντῳ, Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 1. 5, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1008. | |lstext='''σκόμβρος''': ὁ, [[εἶδος]] θαλασσίου ἰχθύος κατ’ ἀγέλας ζῶντος, κατατασσομένου, [[μετὰ]] τοῦ θύννου καὶ τῆς πηλαμύδος, Scomber scοmber, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 12., 8. 12, 6., 9. 2, 1, πρβλ. Ἐπίχ. 32 Ahr.· ἀγρεύεται δὲ ἐν τῷ Ἑλλησπόντῳ, Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 1. 5, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1008. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />maquereau, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> scomber. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A mackerel, Scomber scomber, Epich.62, Arist.HA571a12, 597a22, 610b7, PCair.Zen.6.1 (iii B.C.); caught in the Hellespont, Hermipp.63.5, cf. Ar.Eq.1008.
German (Pape)
[Seite 902] ὁ, eine Art Thunfisch, die Makrele, lat. scomber; Ar. Equ. 1003; Ath. VII, 321.
Greek (Liddell-Scott)
σκόμβρος: ὁ, εἶδος θαλασσίου ἰχθύος κατ’ ἀγέλας ζῶντος, κατατασσομένου, μετὰ τοῦ θύννου καὶ τῆς πηλαμύδος, Scomber scοmber, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 12., 8. 12, 6., 9. 2, 1, πρβλ. Ἐπίχ. 32 Ahr.· ἀγρεύεται δὲ ἐν τῷ Ἑλλησπόντῳ, Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 1. 5, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1008.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
maquereau, poisson.
Étymologie: cf. lat. scomber.