σησάμη: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σησάμη''': [ᾰ], ἡ, ἡ «σουσαμιά», [[φυτόν]] τι ὀσπριοφόρον τῆς ἀνατολῆς, ἐκ τοῦ καρποῦ τοῦ ὁποίου ([[σήσαμον]]) ἔτι καὶ νῦν ἐξάγεται [[ἔλαιον]] (τὸ «σησαμόλᾳδο»)· ὁ [[καρπὸς]] [[πολλάκις]] ψήνεται καὶ τρώγεται ὡς ἡ [[ὄρυζα]], Γεωπ. 3. 2· πρβλ. [[σησαμῆ]], -μίς, -όεις. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σησάμη]]· [[σησαμίς]]. καὶ [[πλακοῦς]] ἐκ σησάμης».
|lstext='''σησάμη''': [ᾰ], ἡ, ἡ «σουσαμιά», [[φυτόν]] τι ὀσπριοφόρον τῆς ἀνατολῆς, ἐκ τοῦ καρποῦ τοῦ ὁποίου ([[σήσαμον]]) ἔτι καὶ νῦν ἐξάγεται [[ἔλαιον]] (τὸ «σησαμόλᾳδο»)· ὁ [[καρπὸς]] [[πολλάκις]] ψήνεται καὶ τρώγεται ὡς ἡ [[ὄρυζα]], Γεωπ. 3. 2· πρβλ. [[σησαμῆ]], -μίς, -όεις. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σησάμη]]· [[σησαμίς]]. καὶ [[πλακοῦς]] ἐκ σησάμης».
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />sésame, <i>plante oléagineuse</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σήσαμον]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σησᾰμη Medium diacritics: σησάμη Low diacritics: σησάμη Capitals: ΣΗΣΑΜΗ
Transliteration A: sēsámē Transliteration B: sēsamē Transliteration C: sisami Beta Code: shsa/mh

English (LSJ)

ἡ,

   A sesame, Sesamum indicum, Gp.3.2.4.

German (Pape)

[Seite 876] ἡ, Sesam, ein orientalisches Schotengewächs, aus dessen Frucht σήσαμον noch jetzt im Orient ein Oel gepreßt wird; auch der Saamen wird dort wie Reis gekocht u. häufig gegessen; Sp.; nach Theophr. auch ἡ σήσαμος.

Greek (Liddell-Scott)

σησάμη: [ᾰ], ἡ, ἡ «σουσαμιά», φυτόν τι ὀσπριοφόρον τῆς ἀνατολῆς, ἐκ τοῦ καρποῦ τοῦ ὁποίου (σήσαμον) ἔτι καὶ νῦν ἐξάγεται ἔλαιον (τὸ «σησαμόλᾳδο»)· ὁ καρπὸς πολλάκις ψήνεται καὶ τρώγεται ὡς ἡ ὄρυζα, Γεωπ. 3. 2· πρβλ. σησαμῆ, -μίς, -όεις. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σησάμη· σησαμίς. καὶ πλακοῦς ἐκ σησάμης».

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
sésame, plante oléagineuse.
Étymologie: σήσαμον.