στιλβότης: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στιλβότης''': -ητος, ἡ, = [[στιλπνότης]], Πλουτ. Ἀλέξ. 57, Ἐκκλ. | |lstext='''στιλβότης''': -ητος, ἡ, = [[στιλπνότης]], Πλουτ. Ἀλέξ. 57, Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br />éclat.<br />'''Étymologie:''' [[στιλβός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A v.l. for στιλπνότης, Plu.Alex.57.
German (Pape)
[Seite 943] ητος, ἡ, = στιλπνότης, Plut. Alex. 57.
Greek (Liddell-Scott)
στιλβότης: -ητος, ἡ, = στιλπνότης, Πλουτ. Ἀλέξ. 57, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
éclat.
Étymologie: στιλβός.