ὑποτύπωσις: Difference between revisions
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποτύπωσις''': [ῠ], εως, ἡ, σχέδιον, σχεδιογράφημα, Λατιν. adumbratio, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 128. ― Ὑποτυπώσεις ἐκάλεσε Σέξτος ὁ Ἐμπειρικὸς τὴν περίληψιν τῆς Πυρρωνικῆς φιλοσοφίας, ἣν αὐτὸς συνέγραψε, πρβλ. Φαβρίκ. εἰς Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 1, Διογ. Λ. 9. 78, Γαλην. 19. 11. 2) [[τύπος]], [[πρότυπον]], [[παράδειγμα]], Α΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. α΄ 16, Β΄, α΄ 13. 3) ῥητορικὸν [[σχῆμα]], δι’ οὗ ὑπόθεσίς τις ζωηρῶς διὰ λέξεων περιληπτικῶς παριστάνεται, Quintil. 9. 2, 40. | |lstext='''ὑποτύπωσις''': [ῠ], εως, ἡ, σχέδιον, σχεδιογράφημα, Λατιν. adumbratio, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 128. ― Ὑποτυπώσεις ἐκάλεσε Σέξτος ὁ Ἐμπειρικὸς τὴν περίληψιν τῆς Πυρρωνικῆς φιλοσοφίας, ἣν αὐτὸς συνέγραψε, πρβλ. Φαβρίκ. εἰς Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 1, Διογ. Λ. 9. 78, Γαλην. 19. 11. 2) [[τύπος]], [[πρότυπον]], [[παράδειγμα]], Α΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. α΄ 16, Β΄, α΄ 13. 3) ῥητορικὸν [[σχῆμα]], δι’ οὗ ὑπόθεσίς τις ζωηρῶς διὰ λέξεων περιληπτικῶς παριστάνεται, Quintil. 9. 2, 40. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> esquisse, ébauche;<br /><b>2</b> <i>t. de rhét.</i> hypotypose.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποτυπόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], εως, ἡ,
A sketch, outline, Str.2.5.18, Ph.2.12, Anon. Lond.7.17, Hermog.Prog.6, Poll.7.128; ὑ. ἕνεκα συγγράμματος draft for a book, Gal.15.760; as Empiric term, Id.8.709, al.; opp. ἐξεργασία, Plot.6.3.7; ὑπογραφάς τε καὶ ὑποτυπώσεις, opp. ὅρους, Stoic.2.76: αἱ Ὑποτυπώσεις was the name given by Sextus Empiricus to his Outlines of the Pyrrhonic Philosophy, cf. D.L.9.78, Gal.Libr. Propr.Praef.: Proclus calls one of his works ἡ ὑ. τῶν ἀστρονομικῶν ὑποθέσεων, Hyp.7.50. 2 model, pattern, 1 Ep.Ti.1.16, 2 Ep.Ti.1.13; εἰς ὑποτύπωσιν ἀρετῶν Phld.Mus.p.77 K. 3 a Rhet. figure, by which a matter was vividly sketched in words, Quint.Inst.9.2.40.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτύπωσις: [ῠ], εως, ἡ, σχέδιον, σχεδιογράφημα, Λατιν. adumbratio, Πολυδ. Ζ΄, 128. ― Ὑποτυπώσεις ἐκάλεσε Σέξτος ὁ Ἐμπειρικὸς τὴν περίληψιν τῆς Πυρρωνικῆς φιλοσοφίας, ἣν αὐτὸς συνέγραψε, πρβλ. Φαβρίκ. εἰς Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 1, Διογ. Λ. 9. 78, Γαλην. 19. 11. 2) τύπος, πρότυπον, παράδειγμα, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. α΄ 16, Β΄, α΄ 13. 3) ῥητορικὸν σχῆμα, δι’ οὗ ὑπόθεσίς τις ζωηρῶς διὰ λέξεων περιληπτικῶς παριστάνεται, Quintil. 9. 2, 40.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 esquisse, ébauche;
2 t. de rhét. hypotypose.
Étymologie: ὑποτυπόω.