συμβολικός: Difference between revisions
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμβολικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμβολὴν ἢ εἰς [[σύμβολον]], ἰδίως, 1) ὁ δεικνύων, σημαίνων διὰ σημείου ἢ συμβόλου, [[συμβολικός]], Λουκ. περὶ Ὀρχ. 59˙ ― Ἐπίρρ. συμβολικῶς φράζειν, διὰ σημείων συμβολικῶν, Πλούτ. 2. 511Β, πρβλ. Διογ. Λ. 7. 66. 2) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμβολήν, εἰς ἔρανον, [[μάλιστα]] πρὸς κοινὸν [[συμπόσιον]], [[πρόποσις]] Ἀνθ. Π. 5. 134, πρβλ. Ἀθήν. 547D. | |lstext='''συμβολικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμβολὴν ἢ εἰς [[σύμβολον]], ἰδίως, 1) ὁ δεικνύων, σημαίνων διὰ σημείου ἢ συμβόλου, [[συμβολικός]], Λουκ. περὶ Ὀρχ. 59˙ ― Ἐπίρρ. συμβολικῶς φράζειν, διὰ σημείων συμβολικῶν, Πλούτ. 2. 511Β, πρβλ. Διογ. Λ. 7. 66. 2) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμβολήν, εἰς ἔρανον, [[μάλιστα]] πρὸς κοινὸν [[συμπόσιον]], [[πρόποσις]] Ἀνθ. Π. 5. 134, πρβλ. Ἀθήν. 547D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui explique à l’aide d’un signe, symbolique ; τὸ συμβολικόν PLUT caractère symbolique.<br />'''Étymologie:''' [[συμβολή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or belonging to a συμβολή or a σύμβολον, esp., 1 symbolical, figurative, riddling, ἀπόκρισις Ph.1.617, cf. Plu.2.354f; τρόπος τῆς διδασκαλίας Iamb.VP5.20: Comp., Ph.2.295. Adv., -κῶς φράζειν by signs, Plu.2.511b, cf. Ph. 2.242, al., Gal.13.272: Comp., Luc.Salt.59; also, by way of correspondence (cf. σύμβολον 111.5), τῷ ἐρωτήματι ἕπεται -κῶς ἡ ἀπόκρισις Stoic.2.62. 2 paid for by subscription, πρόποσις AP5.133 (Posidipp.); κώθων Antig.Caryst. ap. Ath.12.547d. 3 conventional, μετάθεσις A.D.Synt. 187.7, cf. Conj.226.20; τὸ ἐπικείμενον ἑκάστῳ ὄνομα σ. ἐστιν Syrian. in Hermog.1.106 R. Adv. -κῶς ibid., A.D.Synt.314.6: Comp., ib.8. 4 -κά, τά, charge for making out a receipt, POxy.1650a5 (ii A.D.), etc. 5 -ική, ἡ, mantic art which employs σύμβολα 111.2, Gal.14.615.
German (Pape)
[Seite 979] ή, όν, zur συμβολή od. zum σύμβολον gehörig, bes. a) durch ein Zeichen andeutend, symbolisch, Luc. de salt. 59, συμβολικῶς ἄνευ φωνῆς φράζειν Plut. de garrul. 17; – zum Errathen od. Schließen aus Zeichen gehörig, Sp. – b) zum Beitrage, zum Picknick gehörig, κώθων Ath. XII, 547 d.
Greek (Liddell-Scott)
συμβολικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμβολὴν ἢ εἰς σύμβολον, ἰδίως, 1) ὁ δεικνύων, σημαίνων διὰ σημείου ἢ συμβόλου, συμβολικός, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 59˙ ― Ἐπίρρ. συμβολικῶς φράζειν, διὰ σημείων συμβολικῶν, Πλούτ. 2. 511Β, πρβλ. Διογ. Λ. 7. 66. 2) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμβολήν, εἰς ἔρανον, μάλιστα πρὸς κοινὸν συμπόσιον, πρόποσις Ἀνθ. Π. 5. 134, πρβλ. Ἀθήν. 547D.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui explique à l’aide d’un signe, symbolique ; τὸ συμβολικόν PLUT caractère symbolique.
Étymologie: συμβολή.