σύγκριμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύγκρῐμα''': τό, [[σῶμα]] σύνθετον, [[σύγκραμα]], Δημόκρ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 17, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 24, Ἀναξαγ. παρὰ Πλουτ. 892Α, Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 883Α, Πολύβ. 8. 34, 7, Πλούτ. 2. 898D, κλπ. 2) σ. μουσικῶν, [[μουσικὴ]] [[συναυλία]], Ἑβδ. (Σειρὰχ ΛΕ΄, 5). ΙΙ. [[ἀπόφασις]], [[κρίσις]], [[αὐτόθι]] (Α΄ Μακκ. Α΄, 57), πρβλ. Θεοδοτ. Δαν. Δ΄, 21. ΙΙΙ. = [[σύγκρισις]] ΙΙΙ, Ἑβδ. (Δαν. Ε΄, 26).
|lstext='''σύγκρῐμα''': τό, [[σῶμα]] σύνθετον, [[σύγκραμα]], Δημόκρ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 17, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 24, Ἀναξαγ. παρὰ Πλουτ. 892Α, Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 883Α, Πολύβ. 8. 34, 7, Πλούτ. 2. 898D, κλπ. 2) σ. μουσικῶν, [[μουσικὴ]] [[συναυλία]], Ἑβδ. (Σειρὰχ ΛΕ΄, 5). ΙΙ. [[ἀπόφασις]], [[κρίσις]], [[αὐτόθι]] (Α΄ Μακκ. Α΄, 57), πρβλ. Θεοδοτ. Δαν. Δ΄, 21. ΙΙΙ. = [[σύγκρισις]] ΙΙΙ, Ἑβδ. (Δαν. Ε΄, 26).
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />composé, corps formé de la réunion de plusieurs parties.<br />'''Étymologie:''' [[συγκρίνω]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκρῐμα Medium diacritics: σύγκριμα Low diacritics: σύγκριμα Capitals: ΣΥΓΚΡΙΜΑ
Transliteration A: sýnkrima Transliteration B: synkrima Transliteration C: sygkrima Beta Code: su/gkrima

English (LSJ)

ατος, τό,

   A body formed by combination, compound, Epicur.Fr.76p.345U. (pl.), Placit.1.15.8, al., Plb.34.5.3, S.E.P.2.24, Sor.1.22, Gal.8.928; anatomical structure, Id.2.899, Philum.Ven.18.2; of the union of body and soul, Zeno Stoic.1.40; σ. νοητόν Phld.D.3.11.    2 σ. μουσικῶν concert, LXX Si.35(32).(7) 5.    II judgement, decree, ib.1 Ma.1.57, PAmh.2.68.34 (i A.D.), Thd.Da.4.21.    III = σύγκρισις 111, LXX Da.5.26.

German (Pape)

[Seite 969] τό, das Zusammensetzen, der zusammengesetzte Körper im Ggstz zum einfachen, ἔκ τινος, Pol. 34, 5, 3 u. Sp., wie Luc. Soloec. 5.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκρῐμα: τό, σῶμα σύνθετον, σύγκραμα, Δημόκρ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 17, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 24, Ἀναξαγ. παρὰ Πλουτ. 892Α, Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 883Α, Πολύβ. 8. 34, 7, Πλούτ. 2. 898D, κλπ. 2) σ. μουσικῶν, μουσικὴ συναυλία, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΛΕ΄, 5). ΙΙ. ἀπόφασις, κρίσις, αὐτόθι (Α΄ Μακκ. Α΄, 57), πρβλ. Θεοδοτ. Δαν. Δ΄, 21. ΙΙΙ. = σύγκρισις ΙΙΙ, Ἑβδ. (Δαν. Ε΄, 26).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
composé, corps formé de la réunion de plusieurs parties.
Étymologie: συγκρίνω.