ὑποκαταβαίνω: Difference between revisions
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
(6_2) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποκαταβαίνω''': [[καταβαίνω]] [[βαθμηδόν]], κατὰ μικρόν, ἢ κρυφίως, Ἡρόδ. 2. 15, Ἱππ. Προγν. 40, Θουκ. 7. 60· [[καταβαίνω]], [[κατέρχομαι]] ὀλίγον, Ξεν. Ἀναβ. 7. 4, 11· - μεταφορ., [[συγκαταβαίνω]] εἴς τι, μετ’ αἰτ., ὑποκαταβαίνων τὴν ἀσθένειαν = τῇ ἀσθενείᾳ, Ἐπιφάν. ΙΙ, 17. 2) [[καταβαίνω]], [[ὑποστρέφω]] κατὰ μικρόν, Ἱππ. 1243C. 3) ὑποκαταβάς, κατωτέρω ἐν τῷ βιβλίῳ, Εὐστάθ. 1351. 43, κ. ἀλλ. | |lstext='''ὑποκαταβαίνω''': [[καταβαίνω]] [[βαθμηδόν]], κατὰ μικρόν, ἢ κρυφίως, Ἡρόδ. 2. 15, Ἱππ. Προγν. 40, Θουκ. 7. 60· [[καταβαίνω]], [[κατέρχομαι]] ὀλίγον, Ξεν. Ἀναβ. 7. 4, 11· - μεταφορ., [[συγκαταβαίνω]] εἴς τι, μετ’ αἰτ., ὑποκαταβαίνων τὴν ἀσθένειαν = τῇ ἀσθενείᾳ, Ἐπιφάν. ΙΙ, 17. 2) [[καταβαίνω]], [[ὑποστρέφω]] κατὰ μικρόν, Ἱππ. 1243C. 3) ὑποκαταβάς, κατωτέρω ἐν τῷ βιβλίῳ, Εὐστάθ. 1351. 43, κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> descendre tout à fait en bas, <i>ou simpl.</i> descendre;<br /><b>2</b> descendre peu à peu;<br /><b>3</b> descendre secrètement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[καταβαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
A descend by degrees, Hdt.2.15, Hp.Prog.11, Th.7.60, Clearch. ap. J.Ap.1.22, Gal.18(2).145; come down, X.An.7.4.11, D.C.40.26. 2 go back gradually, i. e. relax severity of régime, Hp.Aph.1.7. 3 settle down, Arist.Pr.938b31, Alex.Aphr.Pr.2.20. 4 ὑποκαταβάς, lower down in the text, Eust.1351.43, al.
German (Pape)
[Seite 1219] (s. βαίνω), allmälig herabgehen, herabsteigen; Her. 2, 15; Thuc. 7, 60; Xen. An. 7, 7,11; Sp., wie Luc. Cont. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκαταβαίνω: καταβαίνω βαθμηδόν, κατὰ μικρόν, ἢ κρυφίως, Ἡρόδ. 2. 15, Ἱππ. Προγν. 40, Θουκ. 7. 60· καταβαίνω, κατέρχομαι ὀλίγον, Ξεν. Ἀναβ. 7. 4, 11· - μεταφορ., συγκαταβαίνω εἴς τι, μετ’ αἰτ., ὑποκαταβαίνων τὴν ἀσθένειαν = τῇ ἀσθενείᾳ, Ἐπιφάν. ΙΙ, 17. 2) καταβαίνω, ὑποστρέφω κατὰ μικρόν, Ἱππ. 1243C. 3) ὑποκαταβάς, κατωτέρω ἐν τῷ βιβλίῳ, Εὐστάθ. 1351. 43, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
1 descendre tout à fait en bas, ou simpl. descendre;
2 descendre peu à peu;
3 descendre secrètement.
Étymologie: ὑπό, καταβαίνω.