ὑψοῦ: Difference between revisions
μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them
(6_6) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑψοῦ''': Ἐπίρρ., ([[ὕψος]]) ὑψηλά, ἐν ὕψει, ἄνω, νῆα μέν… ἐπ’ ἠπείροιο ἔρυσσαν [[ὑψοῦ]] ἐπὶ ψαμάθοις Ἰλ. Α. 486, Ὀδ. Δ. 785, κ. ἀλλ. (ἴδε ἐν λέξ. [[νότιος]])· τῆς πόλιος… ἐκκεχωσμένης [[ὑψοῦ]], τοῦ ἐδάφους ὑψωθέντος εἰς μέγα [[ὕψος]], Ἡρόδ. 2. 138· [[ὑψοῦ]] πατεῖν Πινδ. Ο. 1. 184, πρβλ. Π. 10. 109· Χία δὲ [[κύλιξ]] [[ὑψοῦ]] κρέμαται περὶ πασσαλόφιν Ἕρμιπ. ἐν «Στρατιώταις» 3· «οἱ δὲ ἐρᾶσθαι προσδοκῶντες [[εὐθύς]] εἰσιν ἠρμένοι, καὶ φέρονθ’ [[ὑψοῦ]] πρὸς αἴθραν» Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 1. 30. ΙΙ. μεταφορ., [[ὑψοῦ]] ἐξᾶραί τι, ἐπαινέσαι τι [[μεγάλως]], Ἡρόδ. 9. 79· [[ὑψοῦ]] αἴρειν θυμὸν Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 914 ― Πρβλ. [[ὑψόσε]]. | |lstext='''ὑψοῦ''': Ἐπίρρ., ([[ὕψος]]) ὑψηλά, ἐν ὕψει, ἄνω, νῆα μέν… ἐπ’ ἠπείροιο ἔρυσσαν [[ὑψοῦ]] ἐπὶ ψαμάθοις Ἰλ. Α. 486, Ὀδ. Δ. 785, κ. ἀλλ. (ἴδε ἐν λέξ. [[νότιος]])· τῆς πόλιος… ἐκκεχωσμένης [[ὑψοῦ]], τοῦ ἐδάφους ὑψωθέντος εἰς μέγα [[ὕψος]], Ἡρόδ. 2. 138· [[ὑψοῦ]] πατεῖν Πινδ. Ο. 1. 184, πρβλ. Π. 10. 109· Χία δὲ [[κύλιξ]] [[ὑψοῦ]] κρέμαται περὶ πασσαλόφιν Ἕρμιπ. ἐν «Στρατιώταις» 3· «οἱ δὲ ἐρᾶσθαι προσδοκῶντες [[εὐθύς]] εἰσιν ἠρμένοι, καὶ φέρονθ’ [[ὑψοῦ]] πρὸς αἴθραν» Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 1. 30. ΙΙ. μεταφορ., [[ὑψοῦ]] ἐξᾶραί τι, ἐπαινέσαι τι [[μεγάλως]], Ἡρόδ. 9. 79· [[ὑψοῦ]] αἴρειν θυμὸν Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 914 ― Πρβλ. [[ὑψόσε]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />en haut.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv., (ὕψος)
A high, νῆα . . ἔρυσσαν ὑ. ἐπὶ ψαμάθοις Il.1.486; ὑ. δ' ἐν νοτίῳ τήν γ' ὅρμισαν [νῆα] out from the beach, Od.4.785, 8.55; τῆς πόλιος . . ἐκκεχωσμένης ὑ. having the soil raised to a great height, Hdt.2.138; ὑ. πατεῖν Pi.O.1.115, cf. P.10.70, B.5.18; ὑ. κρέμασθαι Hermipp.55 (anap.); ὑ. φέρεσθαι Anaxil.22.30. II metaph., ἐξάρας με ὑ. having praised me highly, Hdt.9.79; ὑ. αἴρειν θυμόν S.OT914. Cf. ὑψόσε.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψοῦ: Ἐπίρρ., (ὕψος) ὑψηλά, ἐν ὕψει, ἄνω, νῆα μέν… ἐπ’ ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις Ἰλ. Α. 486, Ὀδ. Δ. 785, κ. ἀλλ. (ἴδε ἐν λέξ. νότιος)· τῆς πόλιος… ἐκκεχωσμένης ὑψοῦ, τοῦ ἐδάφους ὑψωθέντος εἰς μέγα ὕψος, Ἡρόδ. 2. 138· ὑψοῦ πατεῖν Πινδ. Ο. 1. 184, πρβλ. Π. 10. 109· Χία δὲ κύλιξ ὑψοῦ κρέμαται περὶ πασσαλόφιν Ἕρμιπ. ἐν «Στρατιώταις» 3· «οἱ δὲ ἐρᾶσθαι προσδοκῶντες εὐθύς εἰσιν ἠρμένοι, καὶ φέρονθ’ ὑψοῦ πρὸς αἴθραν» Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 1. 30. ΙΙ. μεταφορ., ὑψοῦ ἐξᾶραί τι, ἐπαινέσαι τι μεγάλως, Ἡρόδ. 9. 79· ὑψοῦ αἴρειν θυμὸν Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 914 ― Πρβλ. ὑψόσε.
French (Bailly abrégé)
adv.
en haut.
Étymologie: ὕψος.