τερμιόεις: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(6_8)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τερμιόεις''': εσσα, εν, ([[τέρμα]]) ὁ ἐκτεινόμενος [[μέχρι]] τοῦ τέρματος, ἀσπὶς τερμιόεσσα, ἐκτεινομένη ἢ καθήκουσα ἀπὸ κεφαλῆς [[μέχρι]] ποδῶν, «[[ποδήρης]], ἢ ὅλον τὸν ἄνθρωπον σκέπουσα» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 803· χιτὼν τ., ὡς τὸ χ. [[ποδήρης]], Ὀδ. Τ. 242, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 535. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τερμιόεντα· ποδήρη, καὶ εὔμετρον, τὸν [[μέχρι]] τῶν ποδῶν τερματιζόμενον», καὶ «τερμιόεν· ἁρμοστόν. τέλειον. ἁρμόζον, [[πρέπον]]».
|lstext='''τερμιόεις''': εσσα, εν, ([[τέρμα]]) ὁ ἐκτεινόμενος [[μέχρι]] τοῦ τέρματος, ἀσπὶς τερμιόεσσα, ἐκτεινομένη ἢ καθήκουσα ἀπὸ κεφαλῆς [[μέχρι]] ποδῶν, «[[ποδήρης]], ἢ ὅλον τὸν ἄνθρωπον σκέπουσα» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 803· χιτὼν τ., ὡς τὸ χ. [[ποδήρης]], Ὀδ. Τ. 242, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 535. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τερμιόεντα· ποδήρη, καὶ εὔμετρον, τὸν [[μέχρι]] τῶν ποδῶν τερματιζόμενον», καὶ «τερμιόεν· ἁρμοστόν. τέλειον. ἁρμόζον, [[πρέπον]]».
}}
{{bailly
|btext=όεσσα, όεν;<br />qui descend jusqu’aux pieds.<br />'''Étymologie:''' [[τέρμιος]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερμιόεις Medium diacritics: τερμιόεις Low diacritics: τερμιόεις Capitals: ΤΕΡΜΙΟΕΙΣ
Transliteration A: termióeis Transliteration B: termioeis Transliteration C: termioeis Beta Code: termio/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, (τέρμις, if

   A = πέζα 11.2) prob. fringed, ἀσπίς Il. 16.803 (prob. read by Zenod. in Il.3.334, v. τερσανόεσσα) χιτών Od.19.242, Hes.Op.537.

German (Pape)

[Seite 1094] εσσα, εν, was bis zu Ende geht; ἀσπὶς τερμιόεσσα, ein Schild, der den ganzen Leib bedeckt, Il. 16, 803; χιτών, ein bis auf die Erde herabreichendes Untergewand, Od. 19, 242, Hes. O. 539, wie ποδήρης, vgl. Suid.

Greek (Liddell-Scott)

τερμιόεις: εσσα, εν, (τέρμα) ὁ ἐκτεινόμενος μέχρι τοῦ τέρματος, ἀσπὶς τερμιόεσσα, ἐκτεινομένη ἢ καθήκουσα ἀπὸ κεφαλῆς μέχρι ποδῶν, «ποδήρης, ἢ ὅλον τὸν ἄνθρωπον σκέπουσα» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 803· χιτὼν τ., ὡς τὸ χ. ποδήρης, Ὀδ. Τ. 242, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 535. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τερμιόεντα· ποδήρη, καὶ εὔμετρον, τὸν μέχρι τῶν ποδῶν τερματιζόμενον», καὶ «τερμιόεν· ἁρμοστόν. τέλειον. ἁρμόζον, πρέπον».

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
qui descend jusqu’aux pieds.
Étymologie: τέρμιος.