φιλοκαμπής: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(6_7)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλοκαμπής''': -ές, γεν. έος, ὁ συνηθίζων νὰ κάμπτηται, νὰ λυγίζηται, [[εὔκαμπτος]], [[κίρκος]] Ἀνθ. Π. 6. 294.
|lstext='''φῐλοκαμπής''': -ές, γεν. έος, ὁ συνηθίζων νὰ κάμπτηται, νὰ λυγίζηται, [[εὔκαμπτος]], [[κίρκος]] Ἀνθ. Π. 6. 294.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />très flexible.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[κάμπτω]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοκαμπής Medium diacritics: φιλοκαμπής Low diacritics: φιλοκαμπής Capitals: ΦΙΛΟΚΑΜΠΗΣ
Transliteration A: philokampḗs Transliteration B: philokampēs Transliteration C: filokampis Beta Code: filokamph/s

English (LSJ)

ές,

   A easily bending, lithe, κίρκος AP6.294 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 1280] ές, gern, gewöhnlich gebogen, κίρκος Phani. 2 (VI, 294).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοκαμπής: -ές, γεν. έος, ὁ συνηθίζων νὰ κάμπτηται, νὰ λυγίζηται, εὔκαμπτος, κίρκος Ἀνθ. Π. 6. 294.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très flexible.
Étymologie: φίλος, κάμπτω.