συστολίζω: Difference between revisions
From LSJ
ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying
(6_20) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συστολίζω''': συγκοσμῶ, [[καταστολίζω]], σκύλων Φρυγίων ἐπὶ τύμβον ἀγάλματα συστολίσαι χρῄζουσα λίνῳ φάρεα πορφύρεα, ἡ τοῦ χωρίου τούτου [[σύνταξις]] φαίνεται ἔχουσα ὡς ἑξῆς: χρῄζουσα συστολίσαι λίνῳ φάρεα σκύλων Φρυγίων, ἀγάλματα ἐπὶ τύμβον, Εὐρ. Ὀρ. 1435. ΙΙ. [[συνδέω]], [[συνάπτω]], Μούσας σ. Χάρισιν Ἀνθ. Π. 7. 4. 9. | |lstext='''συστολίζω''': συγκοσμῶ, [[καταστολίζω]], σκύλων Φρυγίων ἐπὶ τύμβον ἀγάλματα συστολίσαι χρῄζουσα λίνῳ φάρεα πορφύρεα, ἡ τοῦ χωρίου τούτου [[σύνταξις]] φαίνεται ἔχουσα ὡς ἑξῆς: χρῄζουσα συστολίσαι λίνῳ φάρεα σκύλων Φρυγίων, ἀγάλματα ἐπὶ τύμβον, Εὐρ. Ὀρ. 1435. ΙΙ. [[συνδέω]], [[συνάπτω]], Μούσας σ. Χάρισιν Ἀνθ. Π. 7. 4. 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> réunir par des fils (de lin);<br /><b>2</b> unir.<br />'''Étymologie:''' [[συστολή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
A draw or put together, fabricate, ἀγάλματα λίνῳ with or out of yarn, E.Or.1435 (lyr.). II unite, Μούσας σ. Χάρισιν AP7.419 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 1045] = συστέλλω, mit bekleiden, ankleiden; ἀγάλματα συστολίσαι χρῄζουσα λίνῳ, Eur. Or. 1435; Mel. 127 (VII, 411) Μούσας Χάρισιν, vereinigen.
Greek (Liddell-Scott)
συστολίζω: συγκοσμῶ, καταστολίζω, σκύλων Φρυγίων ἐπὶ τύμβον ἀγάλματα συστολίσαι χρῄζουσα λίνῳ φάρεα πορφύρεα, ἡ τοῦ χωρίου τούτου σύνταξις φαίνεται ἔχουσα ὡς ἑξῆς: χρῄζουσα συστολίσαι λίνῳ φάρεα σκύλων Φρυγίων, ἀγάλματα ἐπὶ τύμβον, Εὐρ. Ὀρ. 1435. ΙΙ. συνδέω, συνάπτω, Μούσας σ. Χάρισιν Ἀνθ. Π. 7. 4. 9.
French (Bailly abrégé)
1 réunir par des fils (de lin);
2 unir.
Étymologie: συστολή.