τετράκυκλος: Difference between revisions
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(6_16) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τετράκυκλος''': -ον, [[τετράτροχος]], ἕλκον τ. ἀπήνην Ἰλ. Ω. 324· ἅμαξαι ἐσθλαὶ τετράκυκλοι Ὀδ. Ι. 242, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 188, πρβλ. 2. 63, Ἱππ. π. Ἀέρ. 291. [ᾰ [[πανταχοῦ]] πλὴν ἐν Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., [[ἔνθα]] [[ἴσως]] ἡ ὀρθὴ γραφὴ [[εἶναι]] τεσσαράκυκλοι]. | |lstext='''τετράκυκλος''': -ον, [[τετράτροχος]], ἕλκον τ. ἀπήνην Ἰλ. Ω. 324· ἅμαξαι ἐσθλαὶ τετράκυκλοι Ὀδ. Ι. 242, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 188, πρβλ. 2. 63, Ἱππ. π. Ἀέρ. 291. [ᾰ [[πανταχοῦ]] πλὴν ἐν Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., [[ἔνθα]] [[ἴσως]] ἡ ὀρθὴ γραφὴ [[εἶναι]] τεσσαράκυκλοι]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />à quatre cercles <i>ou</i> roues.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[κύκλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A four-wheeled, ἕλκον τ. ἀπήνην Il.24.324; ἄμαξαι ἐσθλαὶ τετράκυκλοι Od.9.242, cf. Hdt.1.188, 2.63, Hp.Aër.18: as Subst., four-wheeled wagon, τροχοὶ τετρακύκλου IG12.313.116. [ᾱ only in Od. l.c., where Bentley conjectured τεσσαράκυκλοι.]
German (Pape)
[Seite 1098] mit vier Rädern, vierräderig, ἀπήνη, ἅμαξα, Il. 24, 324, Her. 1, 188. 2, 63 u. Sp., wie D. Sic.; Ath. V, 199 a; – ὁμωνυμίη, Luc. Alex. 11. – [Od. 9, 242 ist α lang gebraucht.]
Greek (Liddell-Scott)
τετράκυκλος: -ον, τετράτροχος, ἕλκον τ. ἀπήνην Ἰλ. Ω. 324· ἅμαξαι ἐσθλαὶ τετράκυκλοι Ὀδ. Ι. 242, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 188, πρβλ. 2. 63, Ἱππ. π. Ἀέρ. 291. [ᾰ πανταχοῦ πλὴν ἐν Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἔνθα ἴσως ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι τεσσαράκυκλοι].
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à quatre cercles ou roues.
Étymologie: τέσσαρες, κύκλος.