φοινίκινος: Difference between revisions
χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell
(6_10) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φοινίκῐνος''': -η, -ον, (φοῖνιξ Β. ΙΙ) = φοινικήιος, ὁ ἐκ φοίνικος, ἐκ τοῦ δένδρου φοίνικος ἢ τοῦ καρποῦ [[αὐτοῦ]], μύρῳ… φοινικίνῳ, ἐκ τοῦ φοίνικος παρασκευαζομένῳ, Ἀντιφάνης ἐν «Θορικίοις» 1. 4· [[οἶνος]] ὁ φ., ἐκ τοῦ φοίνικος λαμβανόμενος, Ἔφιππος ἐν Ἀδήλ. 3· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ [[οἶνος]], φοινικίνου βῑκός τις ὑπανεῴγνυτο ὁ αὐτ. ἐν «Ἐφήβοις» 1. ΙΙ. Φοινίκινος, η, ον, ἡ Φ. [[νόσος]], ἡ [[ἐλεφαντίασις]], «ἡ κατὰ Φοινίκην καὶ κατὰ τὰ ἄλλα ἀνατολικὰ μέρη πλεονάζουσα» Γαλην. Ἱπποκρ. γλώσσ. ἐξήγ. 592 ([[ἔνθα]] Φοινικίη [[νόσος]]). | |lstext='''φοινίκῐνος''': -η, -ον, (φοῖνιξ Β. ΙΙ) = φοινικήιος, ὁ ἐκ φοίνικος, ἐκ τοῦ δένδρου φοίνικος ἢ τοῦ καρποῦ [[αὐτοῦ]], μύρῳ… φοινικίνῳ, ἐκ τοῦ φοίνικος παρασκευαζομένῳ, Ἀντιφάνης ἐν «Θορικίοις» 1. 4· [[οἶνος]] ὁ φ., ἐκ τοῦ φοίνικος λαμβανόμενος, Ἔφιππος ἐν Ἀδήλ. 3· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ [[οἶνος]], φοινικίνου βῑκός τις ὑπανεῴγνυτο ὁ αὐτ. ἐν «Ἐφήβοις» 1. ΙΙ. Φοινίκινος, η, ον, ἡ Φ. [[νόσος]], ἡ [[ἐλεφαντίασις]], «ἡ κατὰ Φοινίκην καὶ κατὰ τὰ ἄλλα ἀνατολικὰ μέρη πλεονάζουσα» Γαλην. Ἱπποκρ. γλώσσ. ἐξήγ. 592 ([[ἔνθα]] Φοινικίη [[νόσος]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br />de palmier : [[οἶνος]] vin de palmier <i>ou</i> de dattes.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]². | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
[νῑ], η, ον, (
A φοῖνιξ B. 11) = φοινικήϊος 1, of the date-palm, φ. μύρον palm-unguent, Antiph.106.4; οἶνος ὁ φ. palm-wine, Ephipp. 24; without οἶνος, Id.8.2; φ. καρποί PHamb.5.11 (i A.D.); φοινικίνη, ἡ, name of a plaster, Gal.13.375. b made of palm-wood, Ath.Mech. 17.14. II Φοινίκινος, η, ον, Phoenician, ἡ Φ. νόσος elephantiasis, Gal.19.153.
German (Pape)
[Seite 1295] 1) vom Palmbaume od. seiner Frucht; οἶνος, Palmwein, Plut. Symp. 3, 2,1; auch ohne οἶνος, Ephipp. com. bei Ath. I, 29 d, nach Mein. – 2) = φοινίκεος.
Greek (Liddell-Scott)
φοινίκῐνος: -η, -ον, (φοῖνιξ Β. ΙΙ) = φοινικήιος, ὁ ἐκ φοίνικος, ἐκ τοῦ δένδρου φοίνικος ἢ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ, μύρῳ… φοινικίνῳ, ἐκ τοῦ φοίνικος παρασκευαζομένῳ, Ἀντιφάνης ἐν «Θορικίοις» 1. 4· οἶνος ὁ φ., ἐκ τοῦ φοίνικος λαμβανόμενος, Ἔφιππος ἐν Ἀδήλ. 3· καὶ ἄνευ τοῦ οἶνος, φοινικίνου βῑκός τις ὑπανεῴγνυτο ὁ αὐτ. ἐν «Ἐφήβοις» 1. ΙΙ. Φοινίκινος, η, ον, ἡ Φ. νόσος, ἡ ἐλεφαντίασις, «ἡ κατὰ Φοινίκην καὶ κατὰ τὰ ἄλλα ἀνατολικὰ μέρη πλεονάζουσα» Γαλην. Ἱπποκρ. γλώσσ. ἐξήγ. 592 (ἔνθα Φοινικίη νόσος).
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de palmier : οἶνος vin de palmier ou de dattes.
Étymologie: φοῖνιξ².