ψιθυρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψῐθῠρίζω''': Δωρ. -σδω· μελλ. Ἀττ. -ιῶ· ([[ψίθυρος]]) ― ὁμιλῶ χαμηλοφώνως, ὁμιλῶ εἰς τὸ οὖς τινος, Πλάτ. Γοργ. 485D· ψ. [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 276D· ἀλλήλοις τι Θεόκριτ. 27. 67. 2) [[ψιθυρίζω]], [[λέγω]] χαμηλοφώνως ὅ,τι δὲν τολμῶ νὰ εἴπω μεγαλοφώνως, [[λέγω]] λοιδορίας, κατά τινος Ἀλκίφρων 3. 58, Ἑβδ. (Ψαλμ. Μ΄, 7)· ψ. καὶ διαβάλλειν Θεμίστ. 262C. ― Παθ. τὸ ψιθυριζόμενον [[ὄνομα]] Πλουτ. Ἀλκ. 23. 3) ἐπὶ ἤχου ἢ θορύβου μικροῦ καὶ ἡσύχου, [[οἷον]] ἐπὶ τοῦ ἤχου τῶν δένδρων ὑπὸ ἐλαφροῦ ἀνέμου κινουμένων, [[ὅταν]] [[πλάτανος]] πτελέᾳ ψιθυρίζῃ Ἀριστοφ. Νεφ. 1008.
|lstext='''ψῐθῠρίζω''': Δωρ. -σδω· μελλ. Ἀττ. -ιῶ· ([[ψίθυρος]]) ― ὁμιλῶ χαμηλοφώνως, ὁμιλῶ εἰς τὸ οὖς τινος, Πλάτ. Γοργ. 485D· ψ. [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 276D· ἀλλήλοις τι Θεόκριτ. 27. 67. 2) [[ψιθυρίζω]], [[λέγω]] χαμηλοφώνως ὅ,τι δὲν τολμῶ νὰ εἴπω μεγαλοφώνως, [[λέγω]] λοιδορίας, κατά τινος Ἀλκίφρων 3. 58, Ἑβδ. (Ψαλμ. Μ΄, 7)· ψ. καὶ διαβάλλειν Θεμίστ. 262C. ― Παθ. τὸ ψιθυριζόμενον [[ὄνομα]] Πλουτ. Ἀλκ. 23. 3) ἐπὶ ἤχου ἢ θορύβου μικροῦ καὶ ἡσύχου, [[οἷον]] ἐπὶ τοῦ ἤχου τῶν δένδρων ὑπὸ ἐλαφροῦ ἀνέμου κινουμένων, [[ὅταν]] [[πλάτανος]] πτελέᾳ ψιθυρίζῃ Ἀριστοφ. Νεφ. 1008.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ψιθυριῶ;<br />gazouiller, murmurer doucement.<br />'''Étymologie:''' [[ψίθυρος]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῐθῠρίζω Medium diacritics: ψιθυρίζω Low diacritics: ψιθυρίζω Capitals: ΨΙΘΥΡΙΖΩ
Transliteration A: psithyrízō Transliteration B: psithyrizō Transliteration C: psithyrizo Beta Code: yiquri/zw

English (LSJ)

Dor. ψῐθῠρ-ίσδω: (ψίθυρος):—

   A whisper, Pl.Grg.485e; πρός τινα Id.Euthd.276d, Duris69J.; ἀλλήλοις Theoc.27.68.    2 whisper what one dares not speak out, whisper slanders, κατά τινος Alciphr.3.58, LXXPs.40(41).7; ψ. και' διαβάλλειν Them.Or.21.262c:—Pass., τὸ ψιθυριζόμενον ὄνομα Plu.Alc.23.    3 metaph. of trees, whisper (i. e. rustle), ὁπόταν πλάτανος πτελέᾳ ψιθυρίζῃ Ar. Nu.1008 (anap.); also of swallows, twitter, Poll.5.90.

German (Pape)

[Seite 1399] dor. ψιθυρίσδω, Theocr. 2, 141, zischeln, flüstern, heimlich in's Ohr sagen, einflüstern, zuraunen; Plat. πρός τινα, Euthyd. 276 d Gorg. 485 d; Pol. 15, 27, 10; Plut. Alc. 23; bes. Lügen, Verleumdungen einflüstern, Sp. – Aber auch von Schwalben, zwitschern, Poll. 5, 90; von Bäumen, säuseln, ὅταν πλάτανος πτελέᾳ ψιθυρίζῃ Ar. Nubb. 995.

Greek (Liddell-Scott)

ψῐθῠρίζω: Δωρ. -σδω· μελλ. Ἀττ. -ιῶ· (ψίθυρος) ― ὁμιλῶ χαμηλοφώνως, ὁμιλῶ εἰς τὸ οὖς τινος, Πλάτ. Γοργ. 485D· ψ. πρός τινα ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 276D· ἀλλήλοις τι Θεόκριτ. 27. 67. 2) ψιθυρίζω, λέγω χαμηλοφώνως ὅ,τι δὲν τολμῶ νὰ εἴπω μεγαλοφώνως, λέγω λοιδορίας, κατά τινος Ἀλκίφρων 3. 58, Ἑβδ. (Ψαλμ. Μ΄, 7)· ψ. καὶ διαβάλλειν Θεμίστ. 262C. ― Παθ. τὸ ψιθυριζόμενον ὄνομα Πλουτ. Ἀλκ. 23. 3) ἐπὶ ἤχου ἢ θορύβου μικροῦ καὶ ἡσύχου, οἷον ἐπὶ τοῦ ἤχου τῶν δένδρων ὑπὸ ἐλαφροῦ ἀνέμου κινουμένων, ὅταν πλάτανος πτελέᾳ ψιθυρίζῃ Ἀριστοφ. Νεφ. 1008.

French (Bailly abrégé)

f. ψιθυριῶ;
gazouiller, murmurer doucement.
Étymologie: ψίθυρος.