εὐναιετάων: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
(Bailly1_2)
(Autenrieth)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=οντος;<br />bien situé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ναιετάω]].
|btext=οντος;<br />bien situé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ναιετάω]].
}}
{{Autenrieth
|auten=see [[ναιετάω]].
}}
}}

Revision as of 15:24, 15 August 2017

German (Pape)

[Seite 1082] ουσα, ον, gut zu bewohnen, Hom. πόλις, δόμοι, μέγαρα.

Greek (Liddell-Scott)

εὐναιετάων: -ουσα, -ον, καλῶς τοποθετημένος, καλῶς κατῳκημένος, Ὁμηρικ. ἐπίθ. τῶν λέξεων πόλις, δόμοι, μέγαρα· οὕτω καὶ εὐναιόμενος, η, ον, ἐν τῇ Ἰλ…, ὡς ἐπίθ. τοῦ πόλιςπτολίεθρον ὡσαύτως, ἐν Βουδείῳ εὐν. Ἰλ. Π. 572· ἐς Σιδονίην εὐν. Ὀδ. Ν. 285. - Δεν ὑπάρχει ῥῆμα εὐναίομαι ἢ εὐναιετάω, δι’ ὃ ἐν ταῖς νεωτέραις καὶ ἀρίσταις ἐκδόσεσι γράφεται διηρημένως, εὖ ναιετάων, εὖ ναιόμενος, ἀλλὰ πρβλ. Splitzn ἐν Ἰλ. Α. 164.

French (Bailly abrégé)

οντος;
bien situé.
Étymologie: εὖ, ναιετάω.

English (Autenrieth)

see ναιετάω.