μάρμαρος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(Bailly1_3)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />brillant, resplendissant ; ὁ [[μάρμαρος]] pierre blanche <i>ou</i> brillante, <i>particul.</i> marbre.<br />'''Étymologie:''' R. Mαρ, briller, avec redoubl.
|btext=ος, ον :<br />brillant, resplendissant ; ὁ [[μάρμαρος]] pierre blanche <i>ou</i> brillante, <i>particul.</i> marbre.<br />'''Étymologie:''' R. Mαρ, briller, avec redoubl.
}}
{{Autenrieth
|auten=[[doubtful]] [[word]], [[crushing]]; [[πέτρος]], Il. 16.735; as subst., [[block]] of [[stone]], Il. 12.380, Od. 9.499.
}}
}}

Revision as of 15:32, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάρμᾰρος Medium diacritics: μάρμαρος Low diacritics: μάρμαρος Capitals: ΜΑΡΜΑΡΟΣ
Transliteration A: mármaros Transliteration B: marmaros Transliteration C: marmaros Beta Code: ma/rmaros

English (LSJ)

ὁ, a

   A crystalline rock, which sparkles (μαρμαίρει) in the light, μάρμαρος ὀκριόεις Il.12.380, Od.9.499, cf. E.Ph.663 (lyr.), Ar. Ach.1172 (lyr.): as Adj., πέτρος μ. ὀκριόεις Il.16.735, cf. E.Ph.1401, etc.    II later, marble, μάρμαρον ἢ λίθον λευκήν Hp.Mul.2.185, cf. Thphr.Lap.9: also fem., μαρμάρου . . τῆς Πεντελικῆς μέταλλα Str. 9.1.23; μ. λίθος Id.14.1.35: hence,    2 work in marble, i.e. tombstone, τυκτὴ μ. Theoc.22.211.    3 chips made by cutting marble (masc.), Plu.2.660c, 954a, Dsc.5.79.

German (Pape)

[Seite 96] ὁ (von μαρμαίρω, also eigtl. von schimmernder Farbe, wie die Alten auch geradezu bei Hom. es durch λευκός erklären), Hom. übh. Felsblock, Stein, μαρμάρῳ ὀκριόεντι βαλών, Il. 12, 380, wie Od. 6, 499, u. adjectivisch, πέτρον μάρμαρον ὀκριόεντα, Il. 16, 735, wie Eur. Phoen. 1410; ὃν ὤλεσε μαρμάρῳ 667; Ar. Ach. 1135; Nonn. D. 22, 157 vrbdt sogar μάρμαρος αἴγλη. – Später bes. eine vorzüglich glänzende Steinart, Marmor. In dieser Bdtg auch fem., Strab. IX, 399; λατόμιον μαρμάρου λίθου, Marmorbruch, XIV, 645; Arbeit aus Marmor, bes. Grabstein, Theocr. 22, 211. – Uebh. ein harter Körper, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

μάρμᾰρος: -ου, ὁ, λίθοςπέτρα κρυσταλλώδους φύσεως μαρμαίρουσα εἰς τὸ φῶς, μάρμαρον, λίθος, μαρμάρῳ ὀκριόεντι βαλών, «λίθῳ τραχεῖ» (Σχόλ.), Ἰλ. Μ. 380, Ὀδ. Ι. 499, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 663, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1172· ἐπιθετικῶς μετ’ ἄλλου οὐσιαστ., λάζετο πέτρον μάρμαρον, «λευκὸν λίθον» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 735, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 1401, κτλ. ΙΙ. ἀκολούθως ὡς τὸ Λατ. marmor, τὸ κυρίως καλούμενον μάρμαρον, μάρμαρον ἢ λίθον λευκὴν Ἱππ. 666. 19, πρβλ. Θεόφρ. π. Λίθων 9· ὡσαύτως θηλ. (πρβλ. λίθος), μαρμάρου... τῆς Πεντελικῆς μέταλλα Στράβ. 399· μ. λίθος ὁ αὐτ. 645, ὅθεν, 2) ἔργον ἐκ μαρμάρου, δηλ. πέτρα τάφου, τυκτὰν μάρμαρον Θεόκρ. 22. 211. 3) λατύπη, τεμάχια ἀπολειπόμενα ἐκ τῆς κοπῆς τοῦ μαρμάρου, ἀρσεν., Πλούτ. 2. 954Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
brillant, resplendissant ; ὁ μάρμαρος pierre blanche ou brillante, particul. marbre.
Étymologie: R. Mαρ, briller, avec redoubl.

English (Autenrieth)

doubtful word, crushing; πέτρος, Il. 16.735; as subst., block of stone, Il. 12.380, Od. 9.499.