οἰδέω: Difference between revisions

From LSJ

ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated

Source
(Bailly1_4)
(Autenrieth)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ᾤδουν]], <i>f.</i> οἰδήσω, <i>ao.</i> [[ᾤδησα]], <i>pf.</i> [[ᾤδηκα]];<br /><b>1</b> s’enfler, se gonfler, grossir;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> se soulever, fermenter : πρήγματα οἰδέοντα HDT affaires en fermentation, révolution <i>ou</i> guerre imminente.<br />'''Étymologie:''' [[οἶδος]].
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ᾤδουν]], <i>f.</i> οἰδήσω, <i>ao.</i> [[ᾤδησα]], <i>pf.</i> [[ᾤδηκα]];<br /><b>1</b> s’enfler, se gonfler, grossir;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> se soulever, fermenter : πρήγματα οἰδέοντα HDT affaires en fermentation, révolution <i>ou</i> guerre imminente.<br />'''Étymologie:''' [[οἶδος]].
}}
{{Autenrieth
|auten=ipf. ὤδεε: [[swell]], be [[swollen]], Od. 5.455†.
}}
}}

Revision as of 15:32, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰδέω Medium diacritics: οἰδέω Low diacritics: οιδέω Capitals: ΟΙΔΕΩ
Transliteration A: oidéō Transliteration B: oideō Transliteration C: oideo Beta Code: oi)de/w

English (LSJ)

rarely οἰδάω, Plu.2.734f: impf.

   A ᾤδεον Od.5.455 : aor. ᾤδησα Hp.Epid.2.1.7, 2.2.3, Pl.Phdr.251b : pf. ᾤδηκα, Dor. 3pl. -αντι Theoc.1.43 ; cf. ἀνοιδέω :—swell, become swollen, ᾤδεε δὲ χρόα πάντα he had all his body swollen, Od. l. c. ; οἰδῶν τὼ πόδε Ar.Ra.1192 ; τοὺς πόδας καὶ γαστέρα Men.544.4 ; τὰ σφύρ' ᾤδει Anaxil.36 ; ἔμβρυα οἰδέοντα Hp.Aër.7 ; ᾠδήκαντι κατ' αὐχένα ἶνες Theoc. l. c. ; of growing fruits, etc., ὀπώραν ἐντεταμένην καὶ οἰδῶσαν Plu. l. c. ; ᾤδησε . . ὁ τοῦ πτεροῦ καυλός Pl. l.c.    II metaph., οἰδεόντων τῶν πρηγμάτων when affairs were in a ferment, Hdt.3.76, 127 ; οἰδεῖ καὶ ὕπουλός ἐστιν [ἡ πόλις], metaph. from a boil or abscess, Pl.Grg.518e ; τὸν δῆμον οἰδοῦντα καὶ θρασυνόμενον Plu.Sol.19 ; also, of inflated style, οἰδεῖν ὑπὸ κομπασμάτων Ar.Ra.940, cf. Plu.Cic.26.

Greek (Liddell-Scott)

οἰδέω: σπανίως οἰδάω, Πλούτ. ἔνθα κατωτ., πρβλ. οἰδάνω· παρατ. ᾤδεον, Ὀδ.· ἀόρ. ᾤδησα Ἱππ. 999F, Πλάτ., πρκμ. ᾤδηκα, Δωρ. γ΄ πληθ. -αντι Θεόκρ. 1. 43· πρβλ. ἀνοιδέω· (οἶδος). «Πρήσκομαι», φουσκώνω, Λατιν. tumere, turgere, ᾤδεε δὲ χρόα πάντα, ἅπαν τὸ σῶμά του ἦτο πρησμένον, Ὀδ. Ε. 455· οἰδεῖν τὼ πόδε Ἀριστοφ. Βάτρ. 1192· τοὺς πόδας καὶ γαστέρα οἰδοῦσιν Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 4· οἰδέοντα ἔμβρυα Ἱππ. π. Ἀέρ. 284· ᾠδήκαντι κατ’ αὐχένα ἶνες Θεόκρ. 1. 43· ἐπὶ καρπῶν, ὀπώραν ἐντεταμένην καὶ οἰδῶσαν Πλούτ. 2. 734Ε· οὕτω, ᾤδησε ... ὁ τοῦ πτεροῦ καυλὸς Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ ὕφους, οἰδεῖν ὑπὸ κομπασμάτων Ἀριστοφ. Βάτρ. 940, πρβλ. Πλουτ. Κικ. 26· ὡσαύτως οἰδεόντων πρηγμάτων, ὅτε τὰ πράγματα ἦσαν ταραχώδη, ἐπὶ πολιτικῶν ἀκαταστασιῶν (ὡς τὸ Λατ. tument negotia παρὰ Κικ. πρὸς Ἀττ. 14. 4, 1, tumor rerum, αὐτόθι 14, 5, 2), Ἡρόδ. 3. 76, 127· οἰδεῖ καὶ ὕπουλός ἐστιν ἡ πόλις, κατὰ μεταφορᾶς ἐξ ὀγκώματος ἢ ἀποστήματος ἐν τῷ σώματι, Πλάτ. Γοργ. 518Ε· τὸν δῆμον οἰδοῦντα καὶ θρασυνόμενον Πλουτ. Σόλ. 19· - κύειν καὶ φλεγμαίνειν, ὁμοίως ἦσαν ἐν χρήσει. (Παρὰ μεταγενεστέροις μένει ἀναύξητον τὸ οἰδεῖν, Λοβ. Φρύν. 153).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ᾤδουν, f. οἰδήσω, ao. ᾤδησα, pf. ᾤδηκα;
1 s’enfler, se gonfler, grossir;
2 fig. se soulever, fermenter : πρήγματα οἰδέοντα HDT affaires en fermentation, révolution ou guerre imminente.
Étymologie: οἶδος.

English (Autenrieth)

ipf. ὤδεε: swell, be swollen, Od. 5.455†.