χρησμός: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(Bailly1_5) |
(sl1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> réponse d’un oracle;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> déclaration certaine.<br />'''Étymologie:''' [[χράω]]³. | |btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> réponse d’un oracle;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> déclaration certaine.<br />'''Étymologie:''' [[χράω]]³. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[χρησμός]]<br /> <b>1</b>[[prophecy]] σὲ δ' ἐν [[τούτῳ]] λόγῳ χρησμὸς ὤρθωσεν μελίσσας Δελφίδος αὐτομάτῳ κελάδῳ (P. 4.60) | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 17 August 2017
English (LSJ)
ὁ, (χράω (B) A)
A oracular response, oracle, Pi.P.4.60, SIG1044.49 (Halic., iv/iii B. C.), etc.; χ. ἀσήμους δυσκρίτως τ' εἰρημένους A.Pr.662; ἔχρησ' Ἀδράστῳ Αοξίας χρησμόν E.Ph.409; σφι χρησμὸν ἔφαινε delivered an oracle to them, Hdt.1.159; ᾄδειν Th.2.21 (cf. χρησμῳδός) ; εὔτεκνοι χ. promising happy progeny, E.Ion424; χ. ἔμμετρος Plu.2.396c; καταλογάδην τοὺς χ. λέγειν ib. 397d; χρησμὸς . . περαίνεται is fulfilled, E.Ph.1703; χρησμοῦ ὄντος . . τὴν πόλιν διαφθαρῆναι Pl.R.415c; ὥσπερ χρησμοὺς γράψαντες, i. e. with all solemnity, Lycurg.92, cf. Isoc.4.171.
German (Pape)
[Seite 1375] ὁ, die Antwort eines befragten Orakels, der Orakelspruch; Pind. P. 4, 60; Solon; Tragg., wie Aesch. Prom. 665. 875 u. öfter; χρησμὸς γὰρ ἦλθε Λαΐῳ Soph. O. R. 711, vgl. 797; Eur. öfter; χρησμὸν προδοῦναι Ar. Lys. 780; Her., u. in att. Prosa, Plat. Apol. 22 e u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
χρησμός: ὁ· (χράω (Γ) Α)· - τὸ χρησθέν, ἡ ἀπόκρισις μαντείου, μάντευμα, Σόλων 35 (25)· 9, Πινδ. Π. 4. 106, Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· χρησμ. ἀσήμους δυσκρίτως τ’ εἰρημένους Αἰσχύλ. Πρ. 662· ἔχρησε χρησμὸν Εὐρ. Φοίν. 409· χρησμὸν φαίνων τινί, δίδω χρησμὸν εἴς τινα, Ἡρόδ. 1. 159· ᾄδειν Θουκ. 2. 21 (πρβλ. χρησμῳδός)· χρ. εὔτεκνοι, προλέγοντες εὐτυχῆ τεκνογονίαν, Εὐρ. Ἴων 424· χρ. ἔμμετρος Πλούτ. 2. 396C· ἢ καταλογάδην αὐτόθι 397D· ὁ χρησμὸς ... περαίνεται, πληροῦται, Εὐρ. Φοίν. 1703· χρησμοῦ ὄντος . τὴν πόλιν διαφθαρῆναι Πλάτ. Πολ. 415C· ὥσπερ χρησμοὺς γράψαντες τοῖς ἐπιγιγνομένοις Λυκοῦργ. 159. 21, πρβλ. Ἰσοκράτ. 76C· - πρβλ. κίβδηλος ΙΙ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 425.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 réponse d’un oracle;
2 fig. déclaration certaine.
Étymologie: χράω³.
English (Slater)
χρησμός
1prophecy σὲ δ' ἐν τούτῳ λόγῳ χρησμὸς ὤρθωσεν μελίσσας Δελφίδος αὐτομάτῳ κελάδῳ (P. 4.60)