Λίβυς: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(sl1)
(sl1_repeat)
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>Λῐβυς</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>Libyan [[οὕτω]] δ' ἐδίδου [[Λίβυς]] ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα Antaios (P. 9.117)
|sltr=<b>Λῐβυς</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> Libyan [[οὕτω]] δ' ἐδίδου [[Λίβυς]] ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα Antaios (P. 9.117)
}}
}}

Revision as of 12:26, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λίβῠς Medium diacritics: Λίβυς Low diacritics: Λίβυς Capitals: ΛΙΒΥΣ
Transliteration A: Líbys Transliteration B: Libys Transliteration C: Livys Beta Code: *li/bus

English (LSJ)

[ῐ], ῠος, ὁ,

   A a Libyan, Hdt.4.181, al., S.El.702, etc.: and as Adj., = Λιβυκός, αὐλός E.Alc.346; Λ. καυλός, = σίλφιον, Antiph.217.13:—fem. Λίβυσσα [ῐ], Pi.P.9.105, S.Fr.11, Hdt.4.189, Call.Ap.86, Riv.Fil.57.379 (Crete):—also Λῐβυστικός, ή, όν, A.Eu.292, Fr.139, etc.; fem. also Λῐβυστίς, ίδος, ἡ, A.R.4.1753; cf. Λιβύη.    II harmless kind of serpent, Nic.Th.490.    III = λουτροφόρος 2, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

Λίβῠς: [ῐ], ῠος, ὁ, ὁ ἐκ Λιβύης Ἡρόδ. 4. 181, κ. ἀλ., Σοφ. Ἠλ. 702, κτλ.· καὶ ὡς ἐπίθ. = Λιβυκός, Εὐρ. Ἄλκ. 346, κτλ.· Λ. καυλὸς = σίλφιον, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 13· θηλ. Λίβυσσα, Πινδ. Π. 9. 181, Σοφ. Ἀποσπ. 16· ὡσαύτως, Λιβυστικός, ή, όν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 292, Ἀποσπ. 129, κτλ.· θηλ. ὡσαύτως Λιβυστίς, -ίδος, ἡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1753· πρβλ. Λιβύη. ΙΙ. εἶδος ἀβλαβοῦς ὄφεως, Νικ. Θ. 490. ΙΙΙ. = λουτροφόρος 2, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

υος;
adj. m.
de Libye ; οἱ Λίβυες les Libyens, ou les Grecs de Cyrénaïque.

English (Slater)

Λῐβυς
   1 Libyan οὕτω δ' ἐδίδου Λίβυς ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα Antaios (P. 9.117)