μετατρέπω: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(sl1)
(sl1_repeat)
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[μετατρέπω]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>[[change]] πεπρωμέναν θῆκε μοῖραν μετατραπεῖν fr. 177a.
|sltr=[[μετατρέπω]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[change]] πεπρωμέναν θῆκε μοῖραν μετατραπεῖν fr. 177a.
}}
}}

Revision as of 12:29, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετατρέπω Medium diacritics: μετατρέπω Low diacritics: μετατρέπω Capitals: ΜΕΤΑΤΡΕΠΩ
Transliteration A: metatrépō Transliteration B: metatrepō Transliteration C: metatrepo Beta Code: metatre/pw

English (LSJ)

Aeol. πεδατρέπω Alc.Supp.28.10:—

   A overthrow, l.c.    2 turn back or away, μοῖραν -τρᾰπεῖν (aor. 2 inf.) Pi.Fr.177; μετὰ δ' ὑμέας ἔτραπεν αἶσα A.R.3.261; οὐ μετέτρεψέ σε πρωτότοκος ἀποπνέων LXX4 Ma.15.18.    3 change, νόημα AP9.114 (Parmen.):—Pass., ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος -τραπήτω v.l. in Ep.Jac.4.9; μετατραπεὶς τῇ διανοίᾳ Aristeas99 (μετατραπείς seems to be corrupt in Plu.2.154e).    II Med., turn oneself round, turn round, θάμβησεν δ' Ἀχιλεύς, μετὰ δ' ἐτράπετ' Il.1.199, etc.    2 Med. with aor. 2 Pass. μετετράπην, look back to, care for, show regard for, c. gen., Τρώων, τῶν οὔ τι μετατρέπῃ οὐδ' ἀλεγίζεις 1.160, cf.12.238; σχέτλιος, οὐδὲ μετατρέπεται φιλότητος 9.630: c. acc., οὐ μετετράπη τὸν λογισμόν LXX 4 Ma.7.12.—Not in Prose before Aristeas.

German (Pape)

[Seite 155] umwenden, umkehren, Sp. – Häufiger im pass., sich umwenden, umkehren, μετὰ δ' ἐτράπετο Il. 1, 199, μετατραπείς Plut. Sept. sap. conv. 11. – Gew. übertr., sich an Etwas kehren, c. gen., τῶν οὔτι μετατρέπῃ οὐδ' ἀλεγίζεις, Il. 1, 160. 12, 238, φιλότητος ἑταίρων, 9, 630; Ap. Rh. 4, 358.

Greek (Liddell-Scott)

μετατρέπω: μέλλ. -ψω, τρέπω ὀπίσωμακράν, μοῖραν Πινδ. Ἀποσπ. 164· μετὰ δ’ ὑμέας ἔτραπεν αἶσα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 261. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, στρέφομαι, ὀπίσω, «γυρίζω», θάμβησεν δ’ Ἀχιλεύς, μετὰ δ’ ἐτράπετ’ Ἰλ. Α. 199, κτλ. 2) βλέπω πρὸς τὰ ὀπίσω, φροντίζω περί τινος, Τρώων, τῶν οὔτι μετατρέπῃ οὐδ’ ἀλεγίζεις Α. 160, πρβλ. Μ. 238· σχέτλιος οὐδὲ μετατρέπεται φιλότητος Ι. 630 (623)· πρβλ. ἐντρέπω ΙΙ. 2, ἐπιστρέφω ΙΙ. 3, μεταστρέφω ΙΙ. 2. - Τὸ σύνθετον τοῦτο φαίνεται ὅτι δὲν ἦτο ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ.

English (Slater)

μετατρέπω
   1 change πεπρωμέναν θῆκε μοῖραν μετατραπεῖν fr. 177a.