Πιερίδες: Difference between revisions
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
(sl1) |
(sl1_repeat) |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>Πῑερῐδες</b> (-ίδες, -ίδων.)<br /> <b>1</b>of [[Pieria]] epith. of the Muses. κόραι [[Πιερίδες]] [[Διός]] (O. 10.96) pro subs., ἀτύζονται βοὰν Πιερίδων ἀίοντα (P. 1.14) ἐν μυχοῖσι Πιερίδων (P. 6.49) τόδ' ἔζευξεν [[ἅρμα]] Πιερίδων τετράορον (P. 10.65) Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον ἀγερώχων ἐργμάτων [[ἕνεκεν]] (N. 6.32) μιν εὐφώνων [[πτερύγεσσιν]] ἀερθέντ' ἀγλααῖς Πιερίδων (I. 1.65) με ἀοίδιμον Πιερίδων προφάταν (Pae. 6.6) ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ [ων ὥ] στε χαίταν παρθένου ξανθ [(supp. Lobel) fr. 215. 6.] α [[Πιερίδες]] [P. Oxy. 1792, fr. 39. | |sltr=<b>Πῑερῐδες</b> (-ίδες, -ίδων.)<br /> <b>1</b> of [[Pieria]] epith. of the Muses. κόραι [[Πιερίδες]] [[Διός]] (O. 10.96) pro subs., ἀτύζονται βοὰν Πιερίδων ἀίοντα (P. 1.14) ἐν μυχοῖσι Πιερίδων (P. 6.49) τόδ' ἔζευξεν [[ἅρμα]] Πιερίδων τετράορον (P. 10.65) Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον ἀγερώχων ἐργμάτων [[ἕνεκεν]] (N. 6.32) μιν εὐφώνων [[πτερύγεσσιν]] ἀερθέντ' ἀγλααῖς Πιερίδων (I. 1.65) με ἀοίδιμον Πιερίδων προφάταν (Pae. 6.6) ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ [ων ὥ] στε χαίταν παρθένου ξανθ [(supp. Lobel) fr. 215. 6.] α [[Πιερίδες]] [P. Oxy. 1792, fr. 39. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 17 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
Πῑερίδες: -αἱ, ὄνομα τῶν Μουσῶν ὡς οἰκουσῶν τὴν Πιερίαν, χώραν τῆς βορείου Θεσσαλίας (πρβλ. Ἱστορ. τῆς Ἑλλ. Φιλολ. Μυλλέρου, μεταφρ. Κυπριαν. σ. 35), Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 206, Πινδ. Ο. 10 (11), 117, Π. 1. 27, κτλ. ― Ἡ χώρα καλεῖται Πιερία πρῶτον ἐν Ἰλ. Ξ. 226, Ὀδ. Ε. 50, Ἡσ. Θεογ. 53· καὶ ἐπίρρ. Πιερίηθεν, ἐκ τῆς Πιερίας, ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ., Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 85· ― Ἐπίθ. Πιερικός, ή, όν, Ἡρόδ. 4. 195, κτλ.
English (Slater)
Πῑερῐδες (-ίδες, -ίδων.)
1 of Pieria epith. of the Muses. κόραι Πιερίδες Διός (O. 10.96) pro subs., ἀτύζονται βοὰν Πιερίδων ἀίοντα (P. 1.14) ἐν μυχοῖσι Πιερίδων (P. 6.49) τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων τετράορον (P. 10.65) Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον ἀγερώχων ἐργμάτων ἕνεκεν (N. 6.32) μιν εὐφώνων πτερύγεσσιν ἀερθέντ' ἀγλααῖς Πιερίδων (I. 1.65) με ἀοίδιμον Πιερίδων προφάταν (Pae. 6.6) ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ [ων ὥ] στε χαίταν παρθένου ξανθ [(supp. Lobel) fr. 215. 6.] α Πιερίδες [P. Oxy. 1792, fr. 39.