σεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
(sl1)
 
(sl1_repeat)
Line 1: Line 1:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>σεύομαι</b> (aor. ςᾰτο: pf. ἔσςᾰται; ἐσςᾰμενοι, -μένα; -μένως.)<br />&nbsp;&nbsp;nbsp;&nbsp;<b>1</b>[[speed]] [[ὅτε]] παρ' Ἀλφεῷ [[σύτο]] [[δέμας]] ἀκέντητον ἐν δρόμοισι παρέχων (sc. Φερένικος) (O. 1.20) ἔσσυταί τε Μοισαῖον [[ἅρμα]] Νικοκλέος [[μνᾶμα]] πυγμάχου κελαδῆσαι (I. 8.61) esp. [[part]]., ἐσσύμενοι δ' [[εἴσω]] κατέσταν (P. 4.135) [σευόμενοι (γευόμενοι v. l.) (I. 1.21)] τοὶ δ' ἐπίμπλαν ἐσσύμενοι πίθους *fr. 104b. 3.* c. cogn. acc., &lt;τί δγτ; ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' [[ἀνδράσι]] καὶ σοφίας ὁδόν, ἐπίσκοτον ἀτραπὸν ἐσσυμένα; (sc. ἀκτὶς ἀελίου) (Pae. 9.5) adv., [[ἐσσυμένως]] ἀπὸ μὲν λευκὸν [[γάλα]] χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον fr. 166. 3.
|sltr=<b>σεύομαι</b> (aor. ςᾰτο: pf. ἔσςᾰται; ἐσςᾰμενοι, -μένα; -μένως.)<br />&nbsp;&nbsp;nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[speed]] [[ὅτε]] παρ' Ἀλφεῷ [[σύτο]] [[δέμας]] ἀκέντητον ἐν δρόμοισι παρέχων (sc. Φερένικος) (O. 1.20) ἔσσυταί τε Μοισαῖον [[ἅρμα]] Νικοκλέος [[μνᾶμα]] πυγμάχου κελαδῆσαι (I. 8.61) esp. [[part]]., ἐσσύμενοι δ' [[εἴσω]] κατέσταν (P. 4.135) [σευόμενοι (γευόμενοι v. l.) (I. 1.21)] τοὶ δ' ἐπίμπλαν ἐσσύμενοι πίθους *fr. 104b. 3.* c. cogn. acc., &lt;τί δγτ; ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' [[ἀνδράσι]] καὶ σοφίας ὁδόν, ἐπίσκοτον ἀτραπὸν ἐσσυμένα; (sc. ἀκτὶς ἀελίου) (Pae. 9.5) adv., [[ἐσσυμένως]] ἀπὸ μὲν λευκὸν [[γάλα]] χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον fr. 166. 3.
}}
}}

Revision as of 12:30, 17 August 2017

English (Slater)

σεύομαι (aor. ςᾰτο: pf. ἔσςᾰται; ἐσςᾰμενοι, -μένα; -μένως.)
  nbsp; 1 speed ὅτε παρ' Ἀλφεῷ σύτο δέμας ἀκέντητον ἐν δρόμοισι παρέχων (sc. Φερένικος) (O. 1.20) ἔσσυταί τε Μοισαῖον ἅρμα Νικοκλέος μνᾶμα πυγμάχου κελαδῆσαι (I. 8.61) esp. part., ἐσσύμενοι δ' εἴσω κατέσταν (P. 4.135) [σευόμενοι (γευόμενοι v. l.) (I. 1.21)] τοὶ δ' ἐπίμπλαν ἐσσύμενοι πίθους *fr. 104b. 3.* c. cogn. acc., <τί δγτ; ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν, ἐπίσκοτον ἀτραπὸν ἐσσυμένα; (sc. ἀκτὶς ἀελίου) (Pae. 9.5) adv., ἐσσυμένως ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον fr. 166. 3.