κυπαρίσσινος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(sl1_repeat)
(slb)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=of [[cypress]] [[wood]], Od. 17.340†.
|auten=of [[cypress]] [[wood]], Od. 17.340†.
}}
{{Slater
|sltr=<b>κῠπᾰρίσςῐνος</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of [[cypress]] [[wood]] σφ (i. e. [[votive]] offerings) [[ἔχει]] κυπαρίσσινον μέ- λαθρον ἀμφ' ἀνδριάντι [[σχεδόν]], Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγει Παρνασσίῳ καθέσσαντο μονόδροπον [[φυτόν]] (P. 5.39)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>κῠπᾰρίσςῐνος</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of [[cypress]] [[wood]] σφ (i. e. [[votive]] offerings) [[ἔχει]] κυπαρίσσινον μέ- λαθρον ἀμφ' ἀνδριάντι [[σχεδόν]], Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγει Παρνασσίῳ καθέσσαντο μονόδροπον [[φυτόν]] (P. 5.39)
|sltr=<b>κῠπᾰρίσςῐνος</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of [[cypress]] [[wood]] σφ (i. e. [[votive]] offerings) [[ἔχει]] κυπαρίσσινον μέ- λαθρον ἀμφ' ἀνδριάντι [[σχεδόν]], Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγει Παρνασσίῳ καθέσσαντο μονόδροπον [[φυτόν]] (P. 5.39)
}}
}}

Revision as of 12:35, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠπᾰρίσσῐνος Medium diacritics: κυπαρίσσινος Low diacritics: κυπαρίσσινος Capitals: ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΝΟΣ
Transliteration A: kyparíssinos Transliteration B: kyparissinos Transliteration C: kyparissinos Beta Code: kupari/ssinos

English (LSJ)

Att. κυπαρίττινος, η, ον,

   A of cypress-wood, σταθμός Od.17.340; μέλαθρον Pi. P.5.39; λάρνακες Th.2.34; μνῆμαι Pl.Lg.741c; ξυλεία Plb.10.27.10; also, made or drawn from the cypress, κ. οἶνος Dsc.5.36; ῥητίνη Gal. 13.589.

German (Pape)

[Seite 1534] att. κυπαρίττινος, von Cypressenholz gemacht; σταθμός Od. 17, 340; μέλαθρον Pind. P. 5, 52; λάρνακες Thuc. 2, 34; μνῆμαι, auf Cypressenholz geschrieben, Plat. Legg. V, 741 c; ξυλεία Pol. 10, 27, 10.

Greek (Liddell-Scott)

κῠπᾰρίσσῐνος: Ἀττ. -ίττῐνος, η, ον, ἐκ ξύλου κυπαρίσσου, σταθμοὶ Ὀδ. Ρ. 340· μέλαθρον Πινδ. Π. 5. 51· λάρναξ Θουκ. 2. 34.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
att. κυπαρίττινος;
de cyprès.
Étymologie: κυπάρισσος.

English (Autenrieth)

of cypress wood, Od. 17.340†.

English (Slater)

κῠπᾰρίσςῐνος
   1 of cypress wood σφ (i. e. votive offerings) ἔχει κυπαρίσσινον μέ- λαθρον ἀμφ' ἀνδριάντι σχεδόν, Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγει Παρνασσίῳ καθέσσαντο μονόδροπον φυτόν (P. 5.39)

English (Slater)

κῠπᾰρίσςῐνος
   1 of cypress wood σφ (i. e. votive offerings) ἔχει κυπαρίσσινον μέ- λαθρον ἀμφ' ἀνδριάντι σχεδόν, Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγει Παρνασσίῳ καθέσσαντο μονόδροπον φυτόν (P. 5.39)