νικαφορία: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(sl1_repeat) |
(slb) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />victoire remportée, victoire.<br />'''Étymologie:''' [[νικηφόρος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />victoire remportée, victoire.<br />'''Étymologie:''' [[νικηφόρος]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>νῑκᾱφορία</b><br /> <b>1</b> [[victory]] in [[athletic]] [[competition]]. ἔστασεν ἑορτὰν σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε (O. 10.59) [[χάρμα]] δ' [[οὐκ]] ἀλλότριον [[νικαφορία]] πατέρος (P. 1.59) ὅδ' ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον (N. 2.4) νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ [[νικαφορία]] σὺν ἀοιδᾷ (N. 9.49) νικαφορίαις γὰρ ὅσαις ἱπποτρόφον [[ἄστυ]] τὸ Προίτοιο θάλησεν† (N. 10.41) νικ] αφορίαν [(alia possis) P. Oxy. 841, 48. dub.] φοριᾶν Πα. 17b. 26. | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>νῑκᾱφορία</b><br /> <b>1</b> [[victory]] in [[athletic]] [[competition]]. ἔστασεν ἑορτὰν σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε (O. 10.59) [[χάρμα]] δ' [[οὐκ]] ἀλλότριον [[νικαφορία]] πατέρος (P. 1.59) ὅδ' ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον (N. 2.4) νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ [[νικαφορία]] σὺν ἀοιδᾷ (N. 9.49) νικαφορίαις γὰρ ὅσαις ἱπποτρόφον [[ἄστυ]] τὸ Προίτοιο θάλησεν† (N. 10.41) νικ] αφορίαν [(alia possis) P. Oxy. 841, 48. dub.] φοριᾶν Πα. 17b. 26. | |sltr=<b>νῑκᾱφορία</b><br /> <b>1</b> [[victory]] in [[athletic]] [[competition]]. ἔστασεν ἑορτὰν σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε (O. 10.59) [[χάρμα]] δ' [[οὐκ]] ἀλλότριον [[νικαφορία]] πατέρος (P. 1.59) ὅδ' ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον (N. 2.4) νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ [[νικαφορία]] σὺν ἀοιδᾷ (N. 9.49) νικαφορίαις γὰρ ὅσαις ἱπποτρόφον [[ἄστυ]] τὸ Προίτοιο θάλησεν† (N. 10.41) νικ] αφορίαν [(alia possis) P. Oxy. 841, 48. dub.] φοριᾶν Πα. 17b. 26. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 17 August 2017
English (LSJ)
νῑκ-φόρος, Dor. for νικηφ-.
Greek (Liddell-Scott)
νικαφορία: -φόρος, Δωρ. ἀντὶ νικηφορία, νικηφ-, Πίνδ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
victoire remportée, victoire.
Étymologie: νικηφόρος.
English (Slater)
νῑκᾱφορία
1 victory in athletic competition. ἔστασεν ἑορτὰν σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε (O. 10.59) χάρμα δ' οὐκ ἀλλότριον νικαφορία πατέρος (P. 1.59) ὅδ' ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον (N. 2.4) νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ (N. 9.49) νικαφορίαις γὰρ ὅσαις ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησεν† (N. 10.41) νικ] αφορίαν [(alia possis) P. Oxy. 841, 48. dub.] φοριᾶν Πα. 17b. 26.
English (Slater)
νῑκᾱφορία
1 victory in athletic competition. ἔστασεν ἑορτὰν σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε (O. 10.59) χάρμα δ' οὐκ ἀλλότριον νικαφορία πατέρος (P. 1.59) ὅδ' ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον (N. 2.4) νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ (N. 9.49) νικαφορίαις γὰρ ὅσαις ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησεν† (N. 10.41) νικ] αφορίαν [(alia possis) P. Oxy. 841, 48. dub.] φοριᾶν Πα. 17b. 26.