πυγμαχία: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(sl1_repeat)
(slb)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />pugilat.<br />'''Étymologie:''' [[πυγμάχος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />pugilat.<br />'''Étymologie:''' [[πυγμάχος]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>πυγμᾰχία</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[boxing]] τεᾶς τυγμαχίας [[ἕνεκεν]] (O. 11.12) ἕτερον οὔ τινα οἶκον ἀπεφάνατο [[πυγμαχία]] λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων (N. 6.25)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>πυγμᾰχία</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[boxing]] τεᾶς τυγμαχίας [[ἕνεκεν]] (O. 11.12) ἕτερον οὔ τινα οἶκον ἀπεφάνατο [[πυγμαχία]] λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων (N. 6.25)
|sltr=<b>πυγμᾰχία</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[boxing]] τεᾶς τυγμαχίας [[ἕνεκεν]] (O. 11.12) ἕτερον οὔ τινα οἶκον ἀπεφάνατο [[πυγμαχία]] λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων (N. 6.25)
}}
}}

Revision as of 12:38, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυγμᾰχία Medium diacritics: πυγμαχία Low diacritics: πυγμαχία Capitals: ΠΥΓΜΑΧΙΑ
Transliteration A: pygmachía Transliteration B: pygmachia Transliteration C: pygmachia Beta Code: pugmaxi/a

English (LSJ)

Ep. πυγμαχίη, ἡ,

   A boxing, Il.23.653,665, Pi.O.11(10).12, etc.: pl., Pratin.Lyr.1.8, Opp.C.2.20.

German (Pape)

[Seite 813] ἡ, der Faustkampf; Il. 23, 653. 665; Pind. N. 6, 26 Ol. 10, 12.

Greek (Liddell-Scott)

πυγμᾰχία: ἡ, τὸ πυχμαχεῖν, τὸ μάχεσθαι διὰ τῆς πυγμῆς, τὸ πυκτεύειν, Λατ. pugilatus, Ἰλ. Ψ. 653, 655, Πινδ. Ο. 11 (10). 12, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Πρατίν. 1. 10.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
pugilat.
Étymologie: πυγμάχος.

English (Slater)

πυγμᾰχία
   1 boxing τεᾶς τυγμαχίας ἕνεκεν (O. 11.12) ἕτερον οὔ τινα οἶκον ἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων (N. 6.25)

English (Slater)

πυγμᾰχία
   1 boxing τεᾶς τυγμαχίας ἕνεκεν (O. 11.12) ἕτερον οὔ τινα οἶκον ἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων (N. 6.25)