δύσηρις: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
(6_12)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσηρις''': -ιδος, ὁ, ἡ, = [[δύσερις]] Ι, Πίνδ. Ο. 6. 33· ― ἀναφερόμενον ὡς ὁ Ἀττ. [[τύπος]] τοῦ [[δύσερις]] ὑπὸ Μοίριδος σ. 126, πρβλ. Λοβ. Φρύν. 707.
|lstext='''δύσηρις''': -ιδος, ὁ, ἡ, = [[δύσερις]] Ι, Πίνδ. Ο. 6. 33· ― ἀναφερόμενον ὡς ὁ Ἀττ. [[τύπος]] τοῦ [[δύσερις]] ὑπὸ Μοίριδος σ. 126, πρβλ. Λοβ. Φρύν. 707.
}}
{{Slater
|sltr=[[δύσηρις]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[prone]] to [[quarrel]] [[οὔτε]] [[δύσηρις]] ἐὼν οὔτ' ὦν [[φιλόνικος]] [[ἄγαν]] μαρτυρήσω (byz.: [[δύσερις]] codd.) (O. 6.19)
}}
}}

Revision as of 13:57, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσηρις Medium diacritics: δύσηρις Low diacritics: δύσηρις Capitals: ΔΥΣΗΡΙΣ
Transliteration A: dýsēris Transliteration B: dysēris Transliteration C: dysiris Beta Code: du/shris

English (LSJ)

ιδος, ὁ, ἡ,

   A = δύσερις 1, Pi.O.6.19, Axiop.1.4: Att. form of δύσερις acc. to Moer.126.

German (Pape)

[Seite 680] nach den Atticisten eigtl. att. Form von δύσερις, feindselig, nur Pind. Ol. 6, 19.

Greek (Liddell-Scott)

δύσηρις: -ιδος, ὁ, ἡ, = δύσερις Ι, Πίνδ. Ο. 6. 33· ― ἀναφερόμενον ὡς ὁ Ἀττ. τύπος τοῦ δύσερις ὑπὸ Μοίριδος σ. 126, πρβλ. Λοβ. Φρύν. 707.

English (Slater)

δύσηρις
   1 prone to quarrel οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ' ὦν φιλόνικος ἄγαν μαρτυρήσω (byz.: δύσερις codd.) (O. 6.19)