θρῆνος: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
(21)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[dirge]], Il. 24.721.
|auten=[[dirge]], Il. 24.721.
}}
{{Slater
|sltr=<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[dirge]] θρασειᾶν λτ;Γοργόνωνγτ; οὔλιον θρῆνον διαπλέξαισ' [[Ἀθάνα]] (P. 12.8) ἐπᾰ θρῆνόν τε πολύφαμον [[ἔχεαν]] (sc. Μοῖσαι) (I. 8.58)
}}
{{Slater
|sltr=<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[dirge]] θρασειᾶν λτ;Γοργόνωνγτ; οὔλιον θρῆνον διαπλέξαισ' [[Ἀθάνα]] (P. 12.8) ἐπᾰ θρῆνόν τε πολύφαμον [[ἔχεαν]] (sc. Μοῖσαι) (I. 8.58)
}}
}}

Revision as of 14:12, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρῆνος Medium diacritics: θρῆνος Low diacritics: θρήνος Capitals: ΘΡΗΝΟΣ
Transliteration A: thrē̂nos Transliteration B: thrēnos Transliteration C: thrinos Beta Code: qrh=nos

English (LSJ)

ὁ, (θρέομαι)

   A dirge, lament, Il.24.721, Sapph.136, Pi.I.8(7).64, Hdt.2.79,85, etc.; θ. οὑμός for me, A.Pr.390; εἰπεῖν . . θ. θέλω ἐμὸν τὸν αὐτῆς Id.Ag.1322.    2 complaint, sad strain, h.Pan.18; Τοργόνων οὔλιον θ. Pi.P.12.8; θρῆνοι καὶ ὀδυρμοί Pl.R.398d, etc.: pl., lamentations, θρήνων ᾠδάς S.El.88 (lyr.), etc.; title of poems by Pindar, Stob.4.39.6, etc. (Distd. fr. ἐπικήδειον by Trypho ap.Ammon. Diff.p.54 V. (cf. Ptol.Asc.p.404H.), ἐπικήδειον τὸ ἐπὶ τῷ κήδει, θ. δὲ ἐν ᾡδήποτε χρόνῳ.)

German (Pape)

[Seite 1218] ὁ (vgl. θρέομαι), das Wehklagen, bes. die Todtenklage, Il. 24, 721, das Klagelied, H. h. 18, 18; Γοργόνων οὔλιος θρ. Pind. P. 13, 8, vgl. I. 7, 58. Oft Tragg., ἐπιτυμβίδιοι Aesch. Ch. 338, καὶ γόοι Eur. Med. 1208; auch in Prosa, καὶ ὀδυρμοί Plat. Rep. III, 398 d; καὶ τραγῳδίαι Phil. 50 a; πολλοὶ ἐπὶ σμικροῖς παθήμασι θρ. Rep. III, 388 d. Nach Poll. 6, 202 auch = θρηνῳδός.

Greek (Liddell-Scott)

θρῆνος: ὁ, (θρέομαι) ἐπικήδειος θρηνῳδία, θρῆνος, ὀδυρμός, ὡς τὸ Λατ. naenia, Κελτ. (Gaelic) coronach, Ἰλ. Ω. 721, Ἡρόδ. 2. 79. 85, καὶ Τραγ.· θρῆνος οὑμός, δι’ ἐμέ, Αἰσχύλ. Πρ. 388· εἰπεῖν... θρῆνον θέλω ἐμὸν τὸν αὐτῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1322. 2) παράπονον, θρηνῶδες ᾆσμα, Ὁμ. Ὕμν. 18. 18, Πίνδ., κλ. καὶ συχν. παρὰ πεζοῖς· - ἐν τῷ πληθ., θρῆνοι, κλαυθμοί, Πίνδ., Τραγ., κτλ.· θρήνων ᾠδὰς Σοφ. Ἠλ. 88. - Ὑπάρχουσιν ἀποσπάσματα θρήνων παρὰ Πινδ. ἐν Ἀποσπ. 95. 103.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
thrène :
1 lamentation sur un mort, chant funèbre;
2 p. ext. chant de deuil, chant plaintif ; deuil.
Étymologie: θρέω.

English (Autenrieth)

dirge, Il. 24.721.