ἐλαιόω: Difference between revisions
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
(21) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐλαιόω''': [[χρίω]] δι’ ἐλαίου, «λαδώνω», μόνον ἐν τῷ παθ., ἀλείφομαι μὲ [[ἔλαιον]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 27, 3· λαμπρύνομαι, Πινδ. Ἀποσπ. 274, Σοφ. Ἀποσπ. 556. ΙΙ. δρέπομαι τὸν καρπὸν τῆς ἐλαίας, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 146. | |lstext='''ἐλαιόω''': [[χρίω]] δι’ ἐλαίου, «λαδώνω», μόνον ἐν τῷ παθ., ἀλείφομαι μὲ [[ἔλαιον]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 27, 3· λαμπρύνομαι, Πινδ. Ἀποσπ. 274, Σοφ. Ἀποσπ. 556. ΙΙ. δρέπομαι τὸν καρπὸν τῆς ἐλαίας, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 146. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:12, 17 August 2017
English (LSJ)
A oil:—only Pass., to be oiled, Arist.HA605b20; σπόγγος ἠλαιωμένος Ph.1.433; ἐλαιοῦται θρίξ S.Fr.624, cf. Pi.Fr.305. 2 bring to an oily consistency, in Alchemy, Zos.Alch.p.163B. II gather olives, Poll.7.146.
German (Pape)
[Seite 789] 1) mit Oel salben, einölen; Pind. frg. 274; Arist. H. A. 8, 27; ἐλαιωτός, gesalbt, Hesych. – 2) Oliven sammeln, Poll. 7, 146.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιόω: χρίω δι’ ἐλαίου, «λαδώνω», μόνον ἐν τῷ παθ., ἀλείφομαι μὲ ἔλαιον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 27, 3· λαμπρύνομαι, Πινδ. Ἀποσπ. 274, Σοφ. Ἀποσπ. 556. ΙΙ. δρέπομαι τὸν καρπὸν τῆς ἐλαίας, Πολυδ. Ζ΄, 146.